Είναι μία υγρή ημέρα σε ένα μικρό
ιρλανδικό χωριό. Βρέχει ακατάπαυστα και οι δρόμοι είναι άδειοι.
Οι καιροί είναι δύσκολοι, όλοι χρωστάνε και ο
καθένας ζει με πίστωση.
Αυτή τη συγκεκριμένη μέρα, ένας πλούσιος Γερμανός
τουρίστας οδηγώντας μια Mercedes μπαίνει στο χωριό, σταματά σε ένα τοπικό
ξενοδοχείο, αφήνει 100 ευρώ στο γραφείο της ρεσεψιόν, λέγοντας στον ξενοδόχο
ότι θέλει να ελέγξει τα επάνω δωμάτια ώστε να ...βρει κάποιο για να περάσει τη
νύχτα.
Ο ξενοδόχος του δίνει μερικά κλειδιά και μόλις ο επισκέπτης αρχίζει να
ανεβαίνει τα σκαλιά, αρπάζει τα 100 ευρώ από το τραπέζι και τρέχει στο διπλανό
κατάστημα του χασάπη για να ξεπληρώσει το χρέος του. Ο χασάπης παίρνει τα 100
ευρώ και αμέσως πάει λίγο πιο κάτω για να ξεπληρώσει το χρέος του στον
χοιροτρόφο.
Μετά ο χοιροτρόφος σπεύδει με τα 100 ευρώ να πληρώσει τον
λογαριασμό του στον προμηθευτή ζωοτροφών. Ο τύπος που δουλεύει εκεί λαμβάνει τα
100 ευρώ και τρέχει να πληρώσει τα ποτά που χρωστάει στο μπαράκι του χωριού.
Ο
ιδιοκτήτης του μπαρ δίνει πονηρά κάτω από το τραπέζι τα 100 ευρώ που χρωστούσε
σε μία γυναίκα θαμώνα του μπαρ, η οποία τον τελευταίο καιρό έχει μείνει άνεργη
και έχει αναγκαστεί να προσφέρει έξτρα υπηρεσίες σε μοναχικούς άντρες.
Η
γυναίκα χώνει τα 100 ευρώ βαθιά μέσα στην τσέπη του τζην της και με γοργό βήμα
καταφτάνει στο ξενοδοχείο που βρίσκεται ο Γερμανός τουρίστας. Επιτέλους
ξεπληρώνει εκείνο το δωμάτιο που είχε νοικιάσει πριν μερικές ημέρες.
Τα 100
ευρώ τα παραλαμβάνει, ποιος άλλος, ο ξενοδόχος. Τα ακουμπά αμέσως στο τραπέζι,
εκεί που τα είχε αφήσει ο πλούσιος τουρίστας, έτσι ώστε να μην κινήσει την
παραμικρή υποψία.
Ο Γερμανός, μετά από λίγο, κατεβαίνει από τα σκαλιά, δηλώνοντας ότι δεν του
άρεσε κάποιο από τα δωμάτια. Παίρνει τα 100 ευρώ πίσω, μπαίνει στο αυτοκίνητό
του και εγκαταλείπει την πόλη. Κανένας δεν παρήγαγε τίποτα.
Κανένας δεν κέρδισε
τίποτα. Όμως οι κάτοικοι του χωριού έπαψαν να χρωστούν και μπορούν τώρα να
ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία. Κάπως έτσι, λειτουργούν τα περιβόητα πακέτα διάσωσης...
κυρίες και κύριοι!