Δελφοί (1961-1962)
Δελφοί (Απόσπασμα)
…
Κάποτε, τούτες οι κολώνες, μέσα στο
θειαφένιο φεγγαρόφωτο, μοιάζουν
με τα σπασμένα δόντια ενός θεόρατου θεού,
κ οι κερκίδες του θεάτρου
είναι σαν τα γυμνά σαγόνια πεθαμένων
γιγάντων
γυμνά σαγόνια, γαλήνια κι αδιάφορα
χωρίς καθόλου πια την ταπεινωτική ανάγκη
της τροφής, του φιλιού, της ιαχής, χωρίς
καθόλου
τον εξευτελισμό της ήττας, την υπεροψία
της νίκης, μόνο
με την ασάλευτη κι απρόσωπη νίκη της
γυμνότητας.
Λοιπόν, τι χρειάζονται όλα αυτά;-σχόλια,
επαναλήψεις,
ερμηνείες, μεταφράσεις, αναβιώσεις,
μιμήσεις; Το απόγευμα, πρόσεξα
πάνω στα μάρμαρα του αρχαίου θεάτρου
στηριγμένα
τα σύγχρονα μας σκηνικά, φτηνά,
μπογιατισμένα, από χαρτί και λινάτσα,
μέσα στο φως της μέρας που
έφευγε-χαρτονένιες κολώνες,
χαρτονένιοι πυρσοί για μια παράσταση του
Αισχύλου ή του Ευριπίδη-δεν καλοπρόσεξα
τέλειωνε το έργο, οι θεατές
χειροκροτούσαν, θορυβούσαν,
στριμώχνονταν κιόλας στην έξοδο, αγόραζαν
στραγάλια
ενώ το λιόγερμα έπεφτε τριγύρω ροδίζοντας
τις σκιές και τα μάρμαρα.
Κι όμως, επάνω απ’ όλο αυτό το θόρυβο, τη
σύγχυση, τις μεταφράσεις
θαρρείς κι απομένει αναλλοίωτη κι ακέρια η
σιωπηλή ιαχή του Αμετάφραστου
ανήκουστη, βαθειά, επιβλητική, μακρινή,
ξένη,
ωστόσο δική μας-σου γεννάει και πάλι
τη νέα επιθυμία να τη μεταφράσεις κι
ανακαλύπτεις κιόλας
κάποια γλυκιά συγγένεια ανάμεσα στο
φως της εσπέρας και στα μάρμαρα,
ανάμεσα στις φτωχιές χαρτονένιες κολώνες
και στο ναό του Απόλλωνα,
ανάμεσα στις αρχαίες προσωπίδες, τους
κοθόρνους, τα σκήπτρα
και σε τούτα τα ραβδιά των χωρικών και στα
μαύρα μαντήλια των μανάδων.
Όλα ανασαίνουν μια βαθιά συγκίνηση πάνω
απ’ τις συγκινήσεις μας,
όταν αδειάζει ο χώρος απ’ τους ξένους κ η
μεγάλη ησυχία ξαναγυρνάει στον κύκλο της,
όταν σ’ ένα σπασμένο κιονόκρανο απομένουν
δυό άδεια μπουκάλια λεμονάδας
αντιφεγγίζοντας ήρεμα το πρώτο φέγγος των
άστρων.
Τι ήσυχη που κατεβαίνει η νύχτα. Σώπασε κ
η κρήνη.
Αδελφική σιωπή, ξεκούραστη κούραση, απέραντη,
ύστατη ευπείθεια, ολιγαρκής απελπισία-ίσως
και ολιγωρία. Και πάντα
αυτή η ευγένεια και η γενναιότητα να
κοιτάμε κατάματα τη Μοίρα.
Άκου, στο δρόμο κάτω, φωνές, αυτοκίνητα,
οι προβολείς στα δέντρα
κι αυτό το τραγούδι,-σε τι τάχα
αποκρίνονται;
σε τι τάχα αντιστέκονται; Το φεγγάρι
ανεβαίνει.
Μια μυρωδιά από ψάρι και ρετσίνι-τη
νοιώθεις;-
πλανιέται πάνω στα μάρμαρα. Σα νάχω
πεινάσει.
Ώρα να κατεβούμε. Τι λες; Πέφτει λίγη
υγρασία.
Κάτοψη (1971)
Πάλι τα ξεχασμένα εκείνα
τα περιφρονημένα
η μη-ομολογία
η μη δήλωση
το δάγκωμα της γλώσσας
το χάραγμα στον τοίχο με το νύχι
η ανάσα της κρυμμένης σημαίας
κάτω απ’ το πουκάμισο
ερωτικά
σύριζα στη ρώγα του στήθους.
Άνθρωπος πάλι
ο πιο κυνηγημένος
ο πιο συμμέτοχος
ο πιο μόνος.
Υπεύθυνος
Άνθρωπος.
Όταν μεταφέρεσαι
απ’ τον ακέραιο χώρο
στα προεξέχοντα στίγματα
απ’ το κρεβάτι στο δρόμο
απ’ το φέρετρο στο παράθυρο
ά εκείνο πάλι
το ράγισμα στα χείλη
απ’ όπου μπαίνει ο κόσμος
τεμαχισμένος
διαθλασμένος
αλλιώς ακέραιος
τούτος ο κατασυντριμμένος κόσμος
με τις πολύχρωμες βιτρίνες του γεμάτες
ηλεκτρικές σκούπες ψυγεία ραδιόφωνα
ηλεκτρικές καρέκλες και σημαίες.
Θα ξαναπείς την ίδια λέξη
γυμνή
αυτήν
που γι αυτήν έζησες
και πέθανες
που γι αυτήν αναστήθηκες
(πόσες φορές;)
την ίδια.
Έτσι όλη νύχτα
όλες τις νύχτες
κάτω απ’ τις πέτρες
συλλαβή-συλλαβή
σαν τη βρύση που στάζει
στον ύπνο του διψασμένου
στάλα-στάλα
ξανά και ξανά
κάτω απ’ τις πέτρες
όλες τις νύχτες
μετρημένη στα δάχτυλα
απλά
όπως λες πεινάω
όπως λες σ’ αγαπώ
έτσι απλά
ανασαίνοντας
μπροστά στο παράθυρο
ε-λευ-θε-ρί-α.
Το δίχτυ (απόσπασμα)
…
ΕΤΣΙ, λοιπόν,
αυτός,
μόνος, μοναδικός, μονήρης,
άδειος,
πλήρης,
αποκλεισμένος, εξαναγκασμένος
αντίστροφα ελεύθερος —
Αυτός,
ρίχνοντας το μεγάλο δίχτυ
βαθιά, βαθιά,
στο πιο κατακόρυφο μέρος της νύχτας,
ανεβάζοντας
ως τη στάθμη των μυστικών νερών,
ως τη στάθμη της σιδερένιας κλίνης,
τη γυμνή γυναίκα
το γυμνόν άντρα
σμιγμένους σ’ ένα σώμα,
στο δικό του το σώμα,
λάμποντας όλος,
λάμποντας όλοι,
λάμποντας όλα
με τα δικά του τα μάτια —
Δεν μπορεί να τα κλείσει,
δεν μπορεί να πεθάνει,
γιατί ή γυναίκα φορούσε
στο μικρό δάχτυλο του αριστερού
ποδιού της
ένα λεπτό δαχτυλίδι με πράσινη πέτρα,
γιατί ό άντρας φορούσε
ολόγυρα στη μέση του
τρεις γύρους
το σκοινί απ’ το κατάρτι τού Οδυσσέα —
η μιά του άκρη κρεμόταν στο μηρό του.
Αυτό ήθελε να πει
Τίποτε’ άλλο.
Κ’ έλεγε : φτάνει.
Κι αυτό ακριβώς δικαιολογούσε τη μεγάλη
λάμψη παρ’ όλα τα κακά συμβάντα
τα σημερνά
τα χτεσινά
τ’ αυριανά,
με τούς φρουρούς εντειχισμένους στις εφτά
πύλες των Θηβών
με τα σπίτια μετέωρα στα βίντζια,
με τις Μυκήνες βουλιαγμένες στις πέτρες.
Τις χρυσές προσωπίδες τις κατέβαζαν,
νύχτα,
από την πίσω σιδερένια σκάλα της υπηρεσίας
σε σχήμα σκουριασμένης σπείρας.
Τ’ αστέρια κοίταζαν άλλου.
Κι αυτός
συντροφευμένος, ασυντρόφιαστος πάντα,
επικοινωνώντας
(διά μέσου της κοινής μοναξιάς μας —
έλεγε)
μ’ αυτούς πού ανάστησε,
μ’ αυτούς πού είχαν πνιγεί
στον ουρανό ή στη θάλασσα ή στο χώμα —
γιατί, βέβαια, όλοι
είχαν πνιγεί
κι αυτός μαζί,
και, βέβαια, όλοι
κι αυτός μαζί
χρειάζονταν μιαν ανάσταση,
το ίδιο και τα κουμπιά του σακακιού τους,
το ίδιο και το σταχτοδοχείο κ’ ή λάμπα
τους,
κι ό καπνός του τσιγάρου τους.
Κ ίσως γι αυτό
κανένας δεν πεθαίνει
μέσα στην ποίηση —
μήτε το μπρίκι πού ψήναμε καφέ
Ιούλιος μήνας στο πευκόφυτο της Καλαυρίας
ανάβοντας μικρές ευωδιαστές φωτιές μέ ξερό
θρούμπι
Έτσι,
με το ‘να χέρι του στα φρύδια να σκιάζει
τα μάτια, αγναντεύοντας
τα βενζινόπλοια πού αρμένιζαν στον
Ελλήσποντο,
με τ’ άλλο βυθισμένο στην τσέπη του,
σφίγγοντας τα κλειδιά του
ζεσταμένα απ’ το ίδιο του το σώμα.
Καλημέρα, – είπε.
Κι ο άλλος (παράξενο) αποκρίθηκε,
μακριά, απ’ το καράβι,
κι ο άλλος απ’ το άλλο καράβι,
πιο πέρα :
Καλημέρα.
Ημερολόγιο μιας βδομάδας
Αθήνα,
16 Νοεμβρίου 1973
ΩΡΑΙΑ παιδιά με τα μεγάλα μάτια σαν
εκκλησίες χωρίς στασίδια,
ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη
των αντρείων,
αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον
πέτρινο αέρα,
έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, — πώς μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα κ η παλάμη του
ανθρώπου —
17 Νοεμβρίου
ΒΑΡΕΙΑ σιωπή, διάτρητη απ’ τους
πυροβολισμούς πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός,
το ξύδι —
ποιος θα πει : π ε ρ ι μ έ ν ω μες
απ’ το μέσα μαύρο;
μικροί σχοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ’ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα
προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ’ τα
καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή
διαλυμένη στις λεωφόρους
πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους
πυροβολισμούς,
π ώ ς μ π ο ρ ε ί τ
ε λ ο ι π ό ν ν α κ ο ι μ ά σ τ ε ;
π ώ ς μ π ο ρ ε ί τ
ε λ ο ι π ό ν ν α κ ο ι μ ά σ τ ε ;
Κάλαμος,
18 Νοεμβρίου
ΛΙΟΛΟΥΣΤΗ μέρα Κάλαμος η
θάλασσα σπουργίτια στον ελαιώνα
κάλεσμα, πρόκληση, κάλλος, μακρινή
προδομένη μακαριότητα —
ά, εσύ, δραπέτη, λιποτάχτη, κρυμμένε
ανάμεσα στ’ αγάλματα, πίσω απ’ τ’
αγάλματα, μέσα στ’ αγάλματα —
αγάλματα κούφια, χωρίς χέρια, χωρίς πέος,
χωρίς αμπελόφυλλα, —
αρνήσου, αρνήσου, — όχι να ξεχαστείς
και να ξεχάσεις
το δέντρο, το πουλί, το γαλάζιο, —
αμαρτία, αμαρτία. Πώς μπορείτε
να κοιμάστε;
Εσείς ο ίδιος ο έρωτας — κι ό
έρωτας αμαρτία —
Ελένη, Μάρω, Ηλέκτρα,
Δήμητρα, παιδιά μας, παιδιά μας,
πόσες γενιές παιδιά μας, σε αδιαίρετο
χρόνο, χωρίς χρόνο,
στα στάχυα και στα σύρματα, στη
γραφομηχανή, στον τηλεβόα,
έρωτες μας, παιδιά μας, σκοτωμένα παιδιά
μας, έρωτες μας —
ΓΙΑ ΤΙΠΟΤ’ άλλο να μην έχουμε μάτια, παρά
μόνο για σάς. Τίποτ’ άλλο.
Ω, ΑΝΗΜΠΟΡΟ ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο,
ατελέσφορο,
επάνω από δυό στίχους σταυρωμένους
σταυρώνω τα χέρια και
σωπαίνω.
ΒΡΑΧΟΣ, το μέγα κόκκινο δεύτερη πόρτα,
πέμπτη πόρτα, κ’ ή
δωδέκατη κλεισμένη
χτύπημα της γροθιάς στον τοίχο, χτύπημα
της πέτρας στην πέτρα—
Μ’ ακούς; Άκουσε με. Εγώ σ’ ακούω —
δυό σιωπές κάνουν μια φωνή κ’ ένα μεγάλο
τεντωμένο χέρι —
Αθήνα,
19 Νοεμβρίου
ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΚΩΝΕΣ στηριγμένους στην ποίηση,
με τα μάτια κλεισμένα στις παλάμες —
Ακούω τη φωτιά. Ανεβαίνει.
ΣΚΟΤΩΜΕΝΟΙ επιτόπου,
μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο, κ’ η
φωνή τους ακόμη :
αδέρφια, αδέρφια, πάνω απ’ το
αίμα τους, με το αίμα
τους
πάνω από την
αγρυπνισμένη Αθήνα, — πώς μπορείτε λοιπόν, πώς μπορείτε;
20
Νοεμβρίου
ΜΑΖΕΥΑΝ τα οδοφράγματα, πλύναν
τα αίματα. Τα μισά παιδιά
πήγαν σχολείο.
Οι γυναίκες βγήκαν για ψώνια, (στη γωνιά
ένα καμένο αυτοκίνητο).
Πλύναν τα ρούχα,
τ’ άπλωσαν στις ταράτσες μυστικά-μυστικά —
μη φανούνε
σαν άλλες σημαίες. Κλειστά νοικοκυριά — το
κρεμμύδι, η πατάτα, το λάδι —
το αλάτι χυμένο στο δρόμο· το ίδιο και τ’
αλεύρι. Μες στο ψυγείο
το κόκκινο πουλί μ’ όλα του τά φτερά.
Απ’ το θάνατο αρχίζουμε — έτσι έλεγε — απ’
το θάνατο αρχίζουμε πάλι,
επάνω απ’ τη μεγάλη γκρεμισμένη σκάλα. Τι
νά κάνουμε; — είπε.
Θα ξεχαστούμε; Θα ξεχάσουμε
πάλι; Σκεπασμένοι στην τρύπια
κουβέρτα
ως πάνω στα μάτια. Λίγο-λίγο θα βγάλεις το
‘να πόδι
δοκιμάζοντας τον αέρα, τη σιωπή, το
σκοτάδι. Αργότερα τα χέρια
τελευταίο το κεφάλι — απέναντι η καρέκλα,
τα τσιγάρα, τα σπίρτα
και το φως κολλημένο στον τοίχο μιά
τεράστια κίτρινη αφίσα.
ΚΑΙ ΜΕΣ ΣΤΟΪΣ πυροβολισμούς, πάνω άπ’ τό
φόβο, πάνω άπ’ τόν πόνο,
πάνω απ’ την ένοχη θλιμμένη αλληλεγγύη, —
τό πρόσωπο εκείνο
και το χέρι,
το ένα σώμα κατάχλωμο μες στη γυμνότητα
του
πλαγιασμένο ή όρθιο, αφημένο ή τεντωμένο —
σώμα ερωτικό
μες στο μοναχικό του απόλυτο. Τα παπούτσια
κ’ οι κάλτσες στο
λουτρό,
τα ρούχα στο πάτωμα, ένα τσιγάρο πνιγμένο
στον καπνό του —
μνήμες
και μνήμες,
πικρά απογεύματα παιδιών η άσπρη κουρτίνα
κ’ ή σκιά του χεριού
με το μήλο
διαδοχή από ξύλινα αλογάκια με ρόδες ως το
ξύλινο της Τροίας κούφιο μπροστά στην πύλη, πάνοπλο, μ’ έναν ξεδοντιασμένο
ουρανό στά γυάλινα μάτια
και τ’ άλλα τ’ άλογα στο δάσος με
υψωμένους λαιμούς να κόβουν
φύλλα απ’ τα ψηλότερα κλωνιά.
TO ΑΣΚΟΠΟ και το μεγαλείο της πράξης, η
αψήφιστη τόλμη σκέτη
πράξη
η στύση του όμορφου εφήβου πέρα απ’ την
ιδέα όποιας γέννησης και κάτω οί καμπάνες σημαίνοντας μιά γιορτή χωρίς άγιο.
Μόνη γέννηση.
ΩΡΑ ΜΕΓΑΑΗ, ώρα σκληρή, ώρα αδειασμένη απ’
τη δειλή μακροθυμία των στίχων —
εδώ ότι πια θα πει θα ‘ναι το αίμα. «Ω,
κακόφημη ζωή, ληστεμένη.
21 Νοεμβρίου
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ πονάνε περισσότερο απ’ τ’
αγόρια, με τον πόνο νικάνε το φόβο — είναι οι μικρές μητέρες, έτοιμες
κιόλας. Τ’ αγόρια
είναι πολύ μονάχα κάτω απ’ το χάδι, — φοβούνται,
είναι από μόνα τους μόνα — κάνουν πώς
χαμογελάνε, κοιτάζουν αλλού,
κάνουν πώς δέχονται, λείπουν στα
δικά τους, κρυμμένοι
στον ίσκιο της μεγάλης σημαίας —
αυτά δε γκαστρώνονται, δε
γεννάνε, φοβούνται,
μονάχα η θέληση τούς μένει — μ’ αυτή
θα παλέψουν, μ’ αυτή θα
γίνουν ότι
γίνουν, ότι φτιάξουν
οι πιο λυπημένοι είναι οι ήρωες — κι
αυτοί λείπουν, κρυμμένοι κάτω απ’ την πράξη τους, βαμμένοι με το αίμα
τους, — απ’ τα
πριν
πεθαμένοι,
σώζοντας μες στο φόβο το χαμόγελο τους για
τούς άλλους. Τα κορίτσια κλαίνε,
ζητούν τυραννικά τον έρωτα των ωραίων
νεκρών. Μαζί περνούν την Πύλη
εκείνοι με το στόμα τους σαρκώδες,
σφραγισμένο μ ένα σβηστό τσιγάρο
αυτές με μιά τσατσάρα, μ’ ένα τσέρκι, μέ
μιά σκισμένη κάλτσα
και με μιά χάρτινη σημαιούλα
πιεσμένη στα μικρά τους στήθη.
22
Νοεμβρίου
ΑΡΓΑ πού μαλακώνει το μαχαίρι. Αυτός πού
σωπαίνει
δεν είναι πού δεν έχει τίποτα να πει, δεν
είναι
τα δώδεκα καρφιά στον τοίχο, η ακρίδα στο
ποτήρι —
είναι πού περιμένει να ξεσφίξουν τα
σαγόνια του.
Το σώμα και το αίμα (1976)
XII
ΑΥΤΟ πού λέγαν περιληπτικά δόξα ή εξέγερση
ή θυσία
μιά μέρα τόσο διάφανη σα να μην είχε γίνει
τίποτε αξιοκατάκριτο την προηγούμενη νύχτα
λίγο πιο πέρα ακουγόντανε κιόλας τα ζήτω
αλλάζανε χρώματα τα τζάμια το κόκκινο
κυριαρχούσε
ή μουσική γυρνούσε αλλού ψηλά
σκαμνιά μέναν άδεια
τα παράθυρα μεταποιούνταν σε πόρτες έλεγε
θα βγω κ’ έβγαινε στον ουρανό με μεγάλη
ευκολία
προπάντων με πλήρη φυσικότητα ύστερα πάλι
τα παράθυρα γίνονταν παράθυρα
πιώ στενά από πριν πιο κλειστά
ύστερα μόνο τοίχος
ύστερα καρφιά, στων τοίχο
άπλυτα πουκάμισα κρεμασμένα στα καρφιά
εδώ θα μείνουμε λοιπόν εδώ θα τριγυρνάμε
είχε ρωτήσει
το μόνο πού μάζεψε μιαν ανθοδέσμη πού
έπεσε με θόρυβο στο φως
άσπρα λουλούδια κανένα δεν είχε ξεφύγει απ
το βρεγμένο σπάγκο
φέραν τη γυάλα βγάλαν το χρυσόψαρο ήπιαν
το νερό
απ’ την απέναντι πολυκατοικία κουνούσαν
τις πετσέτες σα να ξεσκόνιζαν μιαν ανύπαρχτη
λάμπα
κανένας δεν έχει διόλου διάθεση όταν
πέφτει το βράδυ
όπως ένα κομμένο χέρι μέσα στο φευγαλέο
προβολέα της πυροσβεστικής υπηρεσίας
η πολιτεία συνειδητοποιείται στην άκρη του
καπνού με τα καμένα δοκάρια
παράξενα κίνητρα δημιουργούν απροσδόκητες
καταστάσεις
όπως τά πάμπολλα στεφάνια στα προπύλαια
τού νεκροταφείου
όπως ένα γυάλινο φέρετρο πού σηκώνεται
όρθιο και περπατάει μαζί με τις σημαίες
κι ό νεκρός ανεβαίνει τις κερκίδες
τυλιγμένος με καλώδια και ζήτω.
μόνος με πυκνωμένες νύχτες κάτω απ’ τα
έπιπλα με αναρίθμητα
αόρατα πλήθη στον αέρα και στο χώμα
μικροί κουρασμένοι σοσιαλιστές από τις
κακουχίες αιώνων
άλλοι γεροί με προεξέχον το καρύδι του
λαιμού τους απ’ τα έντονα λόγια
κ’ ένα σύννεφο νικηφόρο στο σούρουπο
υποβαστάζοντας μια φωταγωγημένη πολιτεία στα ύψη
και το φώς μυστικών αεροπλάνων φωτίζοντας
μόλις τις προσόψεις των πολυκατοικιών και τούς τοίχους των κήπων
αγνοί παλιοί μαρξιστές κ’ οι νεότεροι με
τα μακριά μαλλιά τους
σπουδαστικές ζυμώσεις όνειρα καυγάδες
συνδικάτα φιλίες
κάγκελα κι άλλα κάγκελα πεσμένες πόρτες
παγκόσμιες συναντήσεις κάτω από μικρά
δέντρα
κρυφές φωτογραφίες εκτελεσμένων σε
φασιστικά στρατόπεδα
άσπρα προαύλια Πανεπιστημίων με μαύρες και
κόκκινες κηλίδες
διαβάζω ανάποδα τις λέξεις βρίσκω το σωστό
νόημα τους
παίρνω το μαυροπίνακα κάτω απ’ τη μασκάλη
μου φεύγω
ό τρίφτης κατρακυλάει στη σκάλα τρέχουν οι
αρουραίοι
γ κ ρ ο ύ χ είπε ν τ β έ ρ ζ είπε
ωστόσο είχα διατηρήσει ένα ψαλίδι ένα
μπαστούνι με ασημένια λαβή κ’ ένα δίσκο
μια ραπτομηχανή στην είσοδο της
τραπεζαρίας
ένα ταριχευμένο τριαντάφυλλο σε μια
κασετίνα από παλιά ποιήματα
την ένοχη αφή μιας κλεμμένης μαθητικής
κιμωλίας
όταν μού τηλεφώνησαν επ’ αυτοφώρω τάχασα
ολότελα
ήταν μια διακοπή μ’ όλο το παρελθόν πού
ετοιμαζόταν νά γίνει ένα αριστούργημα
και σκεφτόμουν να μην παραλείψω το ποτάμι
και προπάντων τις ακρίδες
στο καφενείο φιλονικούσαν άνθρωποι
μουσκεμένοι απ’ την άξαφνη ψιχάλα
ήταν μάλλον μπαρ ναυτικό
άγκυρες κρεμασμένες στο ταβάνι δίχτυα
στους τοίχους
ένα χαρτονένιο καράβι με μικρά πολύχρωμα
λαμπιόνια
και τα ποτήρια πού χτυπούσαν το ‘να τ’
άλλο μες στο καράβι καθώς
ανάπνεε δυνατά ό καπετάνιος κ’ οι τρεις
λοστρόμοι σφουγγάριζαν το κατάστρωμα με μεγάλα
τσουβάλια σφουγγαρόπανα σκουπόξυλα
κουβάδες
έχω μιαν αυτοκρατορία δική μου κάτω απ’ το
κάθε νύχι μου είπε αν κάψω μια μπλε κορδέλα στο σταχτοδοχείο αν αφήσω την πίπα
μου στο τραπέζι να κάνει τού κεφαλιού της αν πω στην κιθάρα του ναυτόπουλου αυτά
που εκείνος δεν μπορεί να
πει μήτε κανένας άλλος με τόσα κατεψυγμένα
ψάρια πλάι στ’ αγάλματα και στις υδρίες μεγάλα ψάρια με χρυσά νομίσματα στα
δόντια τους κ’ οι υαλογραφίες στη δυτική πλευρά με σμαραγδιά φοινικόδεντρα
και κόκκινους σκίουρους και το λιοντάρι
ήταν δεμένο μέσα στις πανάρχαιες καμπανοκρουσίες
άλλοι τα ορίζουν αυτά έτσι είπαν
δικαιολογούνται κρύβονται τη
δουλίτσα τους κάνουν εγώ δεν τ’ ακούω κάτι
τέτοια έχω κ’ εγώ να ορίσω κι ορίζω μου τόπε κι ό Μαθιός με το τομάρι του λύκου
ριγμένο ασίκικα στον ώμο του
κάνω κ’ εγώ τη δουλειά μου — αντέστε στο
καλό σας με τις αντιρρήσεις σας
υφασματέμποροι τελωνειακοί αστυνομικοί
διαφημιστές ειρηνοδίκες στρατιές σκονισμένα μπουκάλια κοσμήματα ενστάσεις
πάντοτε προτιμούσα τα μεγάλα ζώα σε
μεταμεσονύχτια δάση ελέφαντες αρκούδες
μια γυναικεία μελαγχολία στο παράθυρο μ’
ένα πουλί κ’ ένα κρυφό
φιλήδονο φεγγάρι
όταν ό σπάγγος χαλαρώνει στον τοίχο και
τυλίγουν σ’ εφημερίδες
ψαροκόκκαλα για τις γάτες τού Μπωντλαίρ
πού αγρίεψαν
χτύπησα τα καρφιά στο μάρμαρο καρφώθηκαν
γερά μείναν
κρέμασα τα δισάκια των οδοιπόρων το
τσεμπέρι της γριάς τα σακουλάκια με τα φιστίκια
ένα ντυμένο μάρμαρο είναι πιο γυμνό
τις προσωπίδες τις είχα κρύψει στο μπαούλο
το μπαούλο το ‘χα κρύψει στο πατάρι
το πατάρι το ‘χα κρύψει στον καπνό
είδα τις μεγάλες μηχανές να θερίζουν τις
μπαμπακοφυτείες
ανακάτεψα τα ξερά τσόφλια στα μαλλιά σου
όταν κοιμόσουν
ήσουν ωραίος σαν πνιγμένος με κολλημένες
στους ώμους σου αχιβάδες
με το μπαμπάκι τύλιξα τα δόντια μου για να
μην τρίζουν
μάκρυνα πιότερο το νήμα τραβώντας το και
με τα δυό μου χέρια απ’ το λαρύγγι τού κόσμου
ένιωθα πράγματι ελεύθερος κι όμορφος
ανακατεύοντας έτσι ζητωκραυγές γιασεμιά
και στραγάλια
μην έχοντας να δώσω λόγο σε κανέναν
μπάσταρδο
αν και είχε αυτοκτονήσει ό Μαγιακόβσκη
και το τεράστιο παντελόνι του κρεμότανε
στο σύννεφο χιλιοσκισμένο απ’ τα νύχια των σκυλιών του
γιατί πρέπει να ξέρεις πως η γέννηση είναι
ένα πράμα περίεργο
που ποτέ δεν το ξέρεις ως το τέλος
ή το ξεχνάς στη μέση και ξαναρχίζεις σα να
μη συνέβη τίποτα
κ’ ή ανάσα της γης σου χτυπάει και πάλι τα
ρουθούνια κατακαλόκαιρο
και μετανιώνεις όλους τους θανάτους
και σφίγγεις δυνατά τη ζώνη σου και τα
κορδόνια των παπουτσιών σου
κι όλα είναι ευφάνταστα κι ακατανόητα σα
φρέσκα καρότα
γι’ αυτό σου ‘λεγα να μην απελπίζεσαι
να μην κάνεις ενέσεις
αν θέλεις μπορείς να κοιτάς τις ενέσεις
παραταγμένες στο κομοδίνο
σα γυάλινα καραβάκια που δεν ταξιδεύουν
στη θάλασσα
που τη θάλασσα την έχουν μέσα τους ακίνητη
και τη βλέπεις
κίτρινη από’ ναν ύπνο που θα επακολουθούσε
οι συμβουλές είναι εύκολες όταν έχεις δυό
καρέκλες ν’ απλώνεις τα
πόδια σου και μεγάλη λιακάδα
όταν έχεις ένα δεύτερο καφέ συνέχεια
παγωμένο νερό και μια τέντα
ραβδωτή πράσινη κι άσπρη
όταν δεν έχεις να πληρώνεις νοίκι με
καρφιά στον τοίχο κ’ ένα
καθρεφτάκι για το ξύρισμα πού πουθενά δε
στεριώνει
αυτά ήταν όλα κι όλα πού είχα να σάς πω με
την ανεμελιά τού νυν
χορτάτου
μ’ ενδιέφεραν πάντοτε τα καταστήματα ειδών
υγιεινής
ιδίως τις νύχτες μετά το σινεμά στην
οδό Αχαρνών ή 3ης Σεπτεμβρίου
ή εκείνα στον «Άγιο Παντελεήμονα πίσω απ’
τα πολυκλαδεμένα χειμωνιάτικα δέντρα
αντανακλάσεις στην άσφαλτο φώτα
ζαχαροπλαστείων μάγκες ταξιτζήδες
εξουθενωτικό αυτό το λευκό παρηγορητικό
ταυτόχρονα το ‘να
τσιγάρο πάνω στ’ άλλο ό αέρας παίρνει τον
καπνό δίπλα στ αυτί σου
άσπρα πλακάκια άσπρες μπανιέρες άσπρες
λεκάνες
το άσπρο χύνεται στα πεζοδρόμια γλιστράει
στις παρόδους
βάφει με στουπέτσι τα παπούτσια της πόρνης
πού κάνει πιάτσα έξω απ’ το φερετροποιείο
ονειρεύομαι τότε ένα μεγάλο ρολόι
το εσωτερικό του ρολογιού με δεκατρία
κεριά αναμμένα απ’ τον Καβάφη
με έξη καρότσια παραλυτικών παιδιών οι
τροχοί είναι εικοσιτέσσερις
αυτοί οι τροχοί μιμούνται ένα τραίνο
φορτωμένο με σφαγμένα βόδια
στην κορφή των βοδιών κάνει έρωτα ό
θερμαστής με την Ουρανία
τρέχουν αίματα σπέρματα σκοινιά
κουκουβάγιες κουδούνια
τα χόρτα είναι κίτρινα ανάμεσα στις
ράγιες
οι καπνοί κάθονται στις γύρω συκιές και
μαδάνε αδιάφορα τά πούπουλα τους
στους Σταθμούς πουλάνε χαρτοφάναρα
βρασμένα αυγά λουκάνικα
πατάτες λαγήνια
διαλέγω μια πιπεριά τη χώνω στην τσέπη μου
να θυμηθώ να τη
φάω κάτω απ’ το Αστεροσκοπείο
όλοι έμειναν άναυδοι
κ’ εγώ
οί Εβραίοι μαζεύονταν στο συνοικιακό
Αλσύλλιο
καθόντανε κατά προτίμηση στα παγκάκια τα
δίχως πλάτη
ό Ηλίας έλεγε δεν ξέρω ποιά σχέση έχουν οί
Εβραίοι με τούς
κύκνους
όμως έχουν
ύστερα απάγγειλε χωρίς λόγο μιαν Ωδή τού
Κάλβου
ή Μαρία είμαι ολότελα χαμένη ξανάπε με μια
γούνα προβατίσια
και με γάντια πυγμάχου
ή Ελένη βρήκε ευκαιρία να ξεφύγει
ανέβηκε την ξύλινη σκάλα στο παλιό σπίτι
γνώρισε καλά τα βήματα της απ’ τα παλιά
χρόνια στον απάνω διάδρομο με τον καθρέφτη τον καλόγηρο τις γαλότσες
όταν ένα βράδυ καλοκαιριάτικο μασουλούσε
εκεί πέρα ένα μεγάλο κλεμμένο σταφύλι
ζουλώντας τις μενεξεδένιες ρώγες με τα
χείλη της τη μύτη της μαζί καί τό πηγούνι
αυτό είναι μούστος έλεγε θα γίνω κόκκινη
σαν τη θεατρίνα στο σφαγείο
γιατί της άρεσε να φοράει την κουρτίνα στο
κεφάλι της να κάνει τη νύφη τ’ απογεύματα μέσα σ’ εκείνα τα μεγάλα δωμάτια τα
σχεδόν άδεια
περίμενε λοιπόν το λατερνατζή πίσω απ’ τα
τζάμια με φλουριά με
ντέφια μ’ ένα λυπημένο αποκριάτικο τραγούδι
τζούν τζούν στο λασπωμένο δρόμο με τα
πεθαμένα μόνιππα
και το θερμόμετρο ήταν πάνω στο μάρμαρο
τού νιπτήρα
κι απ’ την κουζίνα ερχόταν στο μακρύ
διάδρομο ή μυρουδιά απ’ το
ζουμί της κότας πού έβραζε στην γκαζιέρα
κ’ ή Ελπινίκη είχε πολύ μακριά μαλλιά και
πυρετό και μια κιθάρα
και ξέχασα να πω πώς κ’ ή γκαζιέρα
είχε κι αυτή μια πολύ μακριά ιστορία
κάτι βίδες και κόμπους κ’ ένα στόμα πικρό
καπνισμένο με τρύπες σαν ξεχασμένο μανιάτικο μοιρολόι
κ’ εϊτανε τότε πού δέν είχαν φέρει ακόμη
τό νερό μές στά σπίτια
κ’ οί γυναίκες μέ τίς στάμνες τους
καυγάδιζαν στό ύπαιθρο μπρο¬στά στίς δημοτικές βρύσες
κι ό θείος Νικόλας είταν άρρωστος καί πολύ
κρυμμένος
κ’ έπρεπε όπως όπως νά πεθάνει καί νά
φύγει μέ τά γένεια του καί
τό ραβδί του στόν κάτω δρόμο μέ τίς καρβουναποθήκες
καί στ’ άλλο δωμάτιο καθάριζαν
κιόλας τό μαύρο του κοστούμι με πολλή βενζίνα
κ’ ή μυρουδιά τής βενζίνας ανακατευότανε
μέ τό ζουμί τής κόττας
καί μέ τά τριαντάφυλλα κοντά στό παράθυρο
κ’ οί νεοσύλλεκτοι κουρεμένοι γουλί
αδειούχοι κιόλας παΐζαν τάβλι
στό απέναντι καφενείο
κ’ οί μεγάλες αρβύλες τους μύριζαν έρωτα
μέ δύναμη στά γρασίόια
μέ τίς άγριομολόχες
καί δέν ήξερες πώς μπαίνει ένα σκυλί μέ
νικελένιο περιλαίμιο μέσα
στό ποίημα
άφού στά Εργατικά Συνδικάτα τραγουδούσαν
κάτι τραγούδια όλο κάθετα σκαλοπάτια παραπονεμένα ωστόσο
μόλις πού φανταζόσουν τότε εκείνον τόν
κρυμμένο θησαυρό κάτω
άπ’ τό σωρό τά σάπια κρεμμύδια πού
πετούσαν βλαστάρια
κ’ οί όμορφοι αινιγματικοί άντρες έβηχαν
τή νύχτα στίς φυλακές
κ’ ή συνοικία τών Αγίων Ασωμάτων εκτεινόταν
αθόρυβα μές στήν
αστροφεγγιά ώς τήν Πλατεία Κουμουνδούρου
κι άπό κεί στήν Όμόνοια Οπου στάθμευαν
γυναίκες μέ γαλάζια
πασούμια καί νυσταγμένα αγάλματα μέ
τραγιάσκες
κι άπό κεί στή Σταδίου μέ τίς βιτρίνες της
όπου εξαρθρώνονταν
άνειδοποίητα μονόφθαλμες κούκλες καί
ζαχαρένια αεροπλάνα
καί διαβάζαμε στή Μεγάλη Ελληνική
Εγκυκλοπαίδεια γιά τή
σύφιλη γιά τό σονέτο γιά τή Σόνια Σονόρε
κι ό Καρυωτάκης δέν είχε πάει ακόμη στήν
Πρέβεζα
καί τό στρατσόχαρτο μέ τό χοντρό αλάτι άπ’
τίς παστές σαρδέλες
δέν είχε ακόμη περάσει στήν περιοχή τής
αισθητικής
(αυτό ακριβώς τό λαδωμένο στρατσόχαρτο
περίμενε έμενα καί μέ
αμφέβαλλε επιτόπου στό τραπέζι τής
κουζίνας)
καί τά φρύδια τού Παλαμά πύκνωναν σά
σημαίες
καί τά τσιτάτα τού Μαρξ καλά αποστηθισμένα
γίνονταν κιόλας
πράξη καί τρακτέρ καί πεντάχρονα πλάνα
κι άρχίζανε οί συγγενικές διαδηλώσεις στήν
όδό Αυκούργου
κατάφατσα στό Ωδείο Αθηνών όπου οί
μαζούρκες τού Σοπέν
έβγαιναν άπ’ τό πιάνο τρέχαν στά παράθυρα
κ’ ύψώνανε τά
δυό τους δάχτυλα σέ σήμα νίκης
καί κάθου τώρα νά τά βγάλεις πέρα μέ τά
νομικά ή μέ τ’ αρχαία
ελληνικά ή μ’ εκείνα τ’ άλλα τά ντούμ
ντούμ ντούμ σ’ ένα δωμάτιο τής Αγίου Κωνσταντίνου
τρανταζόμενο ολάκερο άπ’ τά τραμ ντούμ
σπίρο σπέρο
ευτυχώς ήρθαν οί αιμοπτύσεις νά γλυτώσουμε
άπ’ τίς άλγεβρες καί
νά συλλογιστούμε άπ τά μέσα
γιατί ποτές δέν τά κατάφερνα στά
μαθηματικά μετρούσα μόνο τό
αμέτρητο καί τό πολύ πολύ ώς τό δέκα
μετρούσα τό ψωμί τά εργαλεία τόν ουρανό τά
χρυσάνθεμα στά δά-χτυλά μου
κ’ οί αριθμοί κοιτούσαν άλλου ένα σύννεφο
στό λιόγερμα ή μιά πόρτα κλεισμένη ή έμενα πού απόφευγα νά τούς κοιτάξω
καί τούς μετάφραζα μέσα μου μαζί μέ τίς
φωνές τών κουλουρτζή-δων καί τών πλανόδιων ψαράδων
— αρχάγγελος σέ στύση
— κάγκελο σέ ανοιξιάτικο κήπο βράδι μέ
κισσόφυλλα
— θέση αντίθεση σύνθεση Μαρξ Έγκελς καί
Χέγκελ καί τ’ αυγό
τού Κολόμβου
— καρέκλα στό μπαλκόνι μετά τήν αμνηστία
— τράβα τόν κουβά άπ’ τό πηγάδι θά βρέξεις
τά παπούτσια σου
— ξέχασα τί θελα νά πώ κάθουμαι στό χώμα
σταυροπόδι
— οί έφτά μάγοι κ’ ή αλεπού πεντάλφα σύν
δύο
— γκαστρωμένη γυναίκα στό κατώφλι μέ
χοντρές άσπρες κάλ-
τσες γλυπτό τού Μπουρντέλ
— τρία έπί τρία τό ανεξάντλητο σέ
φθινοπωρινή ψιχάλα
10 — πήρα άριστα στό τίποτα ή δόξα ό
θάνατος ή ανάσταση αέρα φώναζαν στά βουνά τής Αλβανίας
είσαι αυθαίρετος μούπε είμαι τούπα
κυπαρίσσι μου είπε μπερμπάντη μου είπα
καί τούστρεψα κι άπ’ τήν άλλη μεριά τήν
παρειά μου
καί τότε φωνάξαμε μαζί κ’ οί δύο
γιούχα καί
πάλε γιούχα τών πατρί¬δων
καί δεύτερη φορά π ιό δυνατά
γιουχακαιπά λεγιουχατών πα τρίδων
κ’ ήρθαν οί κωπηλάτες μουσκεμένοι θάλασσα καί
στάθηκαν στην
πόρτα
εντούτοις έμενα δέ μ’ άρεσε νά δίνω
λεπτομέρειες τής γενεαλογίας μου
τί Βενετσιάνοι καί καπεταναίοι
Μονοβασιώτες καί χωλοί τσιφού
τηδες μεγαλογαιοκτήμονες κι αμάξια
δέν ξέρω τίποτα μόνο τό μέγα βράχο τίς
ελιές τ’ αμπέλια καί τη
θάλασσα ξέρω
καί τούς ξερακιανούς αγρότες μέ τίς ψάθες
τους καί τίς μουστάκες ντάλα μεσημέρι τού Άλωνάρη
σάν τούς άγριότριχους βυζαντινούς Αγίους
μέ τά φλωροκαπνισμένα φωτοστέφανά τους φαγωμένα στίς άκριες
καί τίς γερόντισσες τίς μαυρομαντιλούσες
νά δαγκώνουν τήν υπο¬μονή τους μπρος στήν άδεια σκάφη τού σπιτιού γονατισμένες
καί τό Λευτέρη τό μικρόν άλογοδαμαστή πού
άποπατούσε κάτου άπ’ τή συκιά τρώγοντας ένα μήλο
καί τούς ψαράδες μέ τίς καλαθούνες τους
πού σεργιανάγαν Ορθιοι στό Μυρτώο μέ τ’ ολόγιομο φεγγάρι
τί πανηγύρια τ’ «Αη Λιά τών «Αη Σαράντα
τού «Αη Δημήτρη λαγούτα κι άλογα ζουρνάδες καί βιολιά καί στράκες τού ποδιού
στόν αέρα
τσάμικος καλαματιανός κονίσματα Λουλούδι
τής Μονοβασιάς καί
Λεμονάκι Μυρουδάτο δημοτικά τραγούδια
παραμύθια ή βάβω ή Νεραντζιά καί τά μαύρα
τσεμπέρια
βουτιές καί μακροβούτια βγάζοντας ένα
παλιό λαγήνι κεντητό μέ
στρείδια καί κοράλλια τά δειλινά χαζέματα
στόν Κούρκουλα βράχια καί καύλες παιδικές
κι όνείρατα καί στίχοι
μακριά οί καπνοί τών βαποριών ή
άχνογραμμένη Κρήτη τό γαλάζιο
καί τ’ άλλο γαλάζιο άγκυρες γλάροι
καραβόπανα ό Κάβο Μαλιάς μαλαματένιες νεροκο-
λοκύθες
άσετυλίνες άστρα πυροφάνια τά μεγάλα
χταπόδια τά μπαρμπούνια
οί πνιγμένοι μέ τό ρολόϊ στό χέρι φωνές
άπό τ’ Απάνω Κάστρο νύχτες μέ φαντάσματα πανάρχαιοι
πολιορκημένοι κουκουβάγιες
Γραφή τυφλού (1972)
Αναποφάσιστα αισθήματα, κινήσεις,
γεγονότα. Το βράδυ
είχε ένα κίτρινο χρώμα σαν ένα ποτήρι
λεμονάδα
πού πίνει ό τυφλός μπροστά στο παράθυρο.
Εκείνος
δεν ήξερε που να πατήσει — στο χαλί; στα
πλακάκια; Του το ‘πα:
θα πεθάνεις κι εσύ. Δε με πίστεψε. Τώρα οι
γυναίκες
γερνάνε μονομιάς. Δεν καλοβλέπουν. Τρυπούν
το δάχτυλο τους
με τη μεγάλη βελόνα, όπως μπαλώνουν,
καθισμένες στο κρεβάτι,
μια στρατιωτική, πολύ μακριά, βαμμένη
χλαίνη. Στέκουν,
βυζαίνουνε το δάχτυλο τους, απορούν,
κοιτούν την καρέκλα,
κοιτούν την κουρτίνα να τούς πει. Χάνουν
Κάι τη βελόνα φοβούνται
μη Κάι μπηχτεί στα μεριά τους, στον ύπνο
τους. Μόνον εγώ
πού το ‘ξερα — λέει — από πριν, μόνον εγώ
είμαι νέος.
Αθήνα, 5. Χ. 72
Μέρα τη μέρα πιο μόνος, πιο μειλίχιος. Δε
βγαίνει. Κοιτάει
απ’ το παράθυρο τα μαγαζιά, τ’ ανθοπωλείο,
το σκυλί. Δε βλέπει.
Έχει μιαν έκφραση κουφού που κάνει τάχατε
πώς έχει ακούσει,
κι όλοι το ξέρουν, όπως κι ό ίδιος, μια
και μιλάει πιο δυνατά
εκεί ακριβώς πού δεν πρέπει καθόλου. Το
χαμόγελο του
γίνεται τότε πιο περίλυπο, πιο ηλίθιο, πιο
βαθύ το τυλίγει
με προσοχή στο τρύπιο τσιγαρόχαρτο
τ’ αφήνει στο νιπτήρα,
σ’ εκείνον το μαρμάρινο νιπτήρα τού παλιού
σπιτιού του. Ωστόσο,
τη νύχτα, έξω απ’ την πόρτα μας, πρώτος
αυτός είναι πού ακούει
τί γυμνό βρέφος πού χουν παρατήσει μέσα
στη μεγάλη αρβύλα.
Αθήνα, 5. Χ. 72
Ξημέρωσε ένα ήσυχο πρωινό, τόσο διάφανο
σαν ένα δάκρυ
σταματημένο στο πρόσωπο της γυναίκας πού
κοιμόταν ακόμη.
Πάνω στην πολυθρόνα τα δυό χέρια τού αργυραμοιβού
κομμένα.
Τα γνώρισα αμέσως παρ’ ότι δε μοιάζαν το
‘να με τ’ άλλο —
το ‘να απ’ το σιδερένιο δαχτυλίδι, τ’ άλλο
απ’ τη χτεσινή γρατζουνιά.
Κι αντίκρυ, στο παράθυρο, πίσω απ’ τα λίγα
φύλλα τού δέντρου,
έλαμψε φευγαλέος, ολόχρυσος, ό γυμνός ώμος
τού φονιά.
Αθήνα, 22.XI.72
Άξαφνο τω κεφάλι του πιανίστα απόγειρε κι
έμεινε
πάνω στα πλήκτρα, κάπως λοξά. Ό βιολιστής
συνέχισε μόνος του, χωρίς να κοιτάει
τους θαμώνες ή τα γκαρσόνια. Οι νικελένιοι
δίσκοι
λάμπαν ασάλευτοι στον αέρα καθρεφτίζοντας
μια μεγάλη σειρά μαύρα αναλόγια ως μέσα
στη γυναικεία τουαλέτα όπου χτενίζονταν
οι τρεις ωραίες κυρίες με κόκκινες
τσατσάρες.
Η συγχορδία της διακοπής έσβηνε στα μαλλιά
τους.
Αθήνα, 16.Χ.72
Εκείνο το ποίημα τ’ άκουσες; Είδες τη
γλώσσα της τίγρης
μες στο κλουβί; — κόκκινη γλώσσα,
δηλητηριώδης, ανάμεσα
στα αιχμηρά κατάλευκα δόντια της. Η μέρα
απλωνόταν
στα πέτρινα σκαλιά της εκκλησίας. Οι τρεις
τυφλοί
με τα καπέλα τους στα γόνατά τους,
ξεχασμένοι,
άναψαν τσιγάρο και το ‘σβησαν αμέσως.
Αργότερα
πέρασε ο αρκουδιάρης με το ντέφι του
βαμμένο στο λιόγερμα
κόκκινο, κατακόκκινο σαν αίμα. Τα παιδιά
δε μαζεύτηκαν.
Είδες τη γλώσσα της τίγρης, το βράδυ, να
γλείφει το βρέφος της
μες στο ίδιο κλουβί, φωτισμένο απ’ τ’
απέναντι φώτα
των δυο εστιατορίων και του μεγάλου
κλειστού ανθοπωλείου;
Εγώ τους το ‘πα από πριν, — δε γελάστηκα
μήτε τους γέλασα.
Αθήνα, 16.Χ.72
Κείνο το πρόσωπο, πίσω απ’ το τζάμι, χωρίς
καμιά σύσπαση,
παρ’ ότι κοίταζε μέσα στο ξένο σπίτι, μια
ήσυχη νύχτα, —
θυμάμαι οι άλλοι δεν το ‘χαν προσέξει. Ένιωσα
μόνος
σαν ένα καπέλο ξεχασμένο στο παγκάκι τού
κήπου
που εντός του πάγωνε λίγο λίγο θολωτός ο
αγέρας, ενώ
μια μαύρη πεταλούδα ήταν καρφιτσωμένη στο
φεγγάρι.
Το ‘δα κι αυτό πάνω στο τζάμι, την ώρα πού
ό Αλέκος
έλεγε με αδικαιολόγητα έντονη φωνή: «καμιά
αλλαγή,
καμιά αλλαγή χωρίς αίμα». Κατάλαβα τότε
πώς κι εκείνος
το ‘χε προσέξει και γι’ αυτό αντιδικούσε
μαζί μου.
Αθήνα, 21.XI. 72
Τα ερωτικά (1981-1982)
Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον
Τ ό ποίημα
ά το ποίημα — έλεγε —
μια συνουσία αέναη
σημεία στίξης τίποτα
τελεία καμιά
μοσκοβολιά της γης
κοπριά και λεμονάνθι
και σπέρμα
ηή αξίνα και το φτυάρι
πάνω στο μάρμαρο
διπλή δουλειά
άλλο μη λες
ο έρωτας ένας.
Αθήνα 22. Ι. 80
Α ανεξάντλητο — λέει —
ανεξάντλητο
το ανθρώπινο σώμα
πηγμένος ουρανός
κόκκινος ουρανός
βυθίζεσαι
κλαδί δεν έχεις να πιαστείς
γη να πατήσεις
πηγμένος ουρανός —
για ν’ ανοιχτούνε τα φτερά σου
πρέπει να βγεις.
Αθήνα, 6.II.80
Έσμιξαν τα χείλη
τις γλώσσες
το σάλιο τους
το σάλιο τους έπηζε
έτσι έπλασαν
ένα θεό
μικρές μαργαρίτες
στο τρίχωμα του στήθους του
ένα ψωμί στα γόνατά του
κι ό διαβήτης καρφωμένος
στο κέντρο του χάρτη —
ο κόσμος είναι κύκλος.
Αθήνα, 12.11.80
Πεινάνε τα μάτια
πεινάνε τ’ αυτιά τα ρουθούνια
το στόμα η γλώσσα
πεινάει το σώμα
οσμίζεται αφουγκράζεται ψάχνει
τα γόνατα τα ρούχα τις τσέπες
τη μορφή τ’ άλλο σώμα
τα ματόκλαδα ένα ένα
αγάλματα τρέχουν τις νύχτες
άνθρωποι με σημαίες
φανοστάτες
το σώμα αμετάπειστο ψάχνει
τις κλειδώσεις της μιας χειρονομίας
πάνω απ’ το θάνατο ψάχνει
μέσα στο θάνατο
ακούει τις σταλαματιές της βρύσης
μες στον μαρμάρινο λουτρώνα
με τις μεγάλες κόκκινες πετσέτες
μουσκεμένες.
Αθήνα 16.ΙΙ.80
Ταξίδια εικόνες άνθρωποι
μια γυναίκα με ομπρέλα
ήχοι από καμπανοκρουσίες
7 το βράδυ
μέσα σε σκοτεινά αλλαντοπωλεία
σε καπνοπωλεία
μια καρέκλα
δυό στρατιώτες
ο αντίχειρας του Ορέστη
σ’ ένα πλήκτρο του πιάνου
στο ημίφωτο του σύθαμπου —
αυτό που λέμε ομορφιά
αυτό ‘ναι — λέει —
αυτό που ετοιμάζει το σπέρμα
παύση του χρόνου
διάρκεια —
άραγε λίγο πιο μακριά;
πιο κοντά;
Διακοφτό 17.80
Λιμάνια πόλεις
ανάβουν τα φανάρια τους
ένα σκυλί στέκεται
έξω απ’ την πόρτα
δυό λαθρέμποροι
μπροστά στο τελωνείο
κόκκινες γυναίκες
μαύροι αχθοφόροι
αυτός
κρύβεται πίσω απ’ το σώμα του
παρατηρεί ξένος
λαθρεπιβάτης της νύχτας μας
ξένος να λέει — τί ξένος; —
μες στα βρεγμένα φώτα
υπάκουος επιστρέφει
κουρντίζει το ρολόι του
9 και 5′ περίλυπο αίμα βράδυ
σε απόβροχο.
Αθήνα, 19.11.80
Το σώμα σου στην αμμουδιά
η άμμος κολλημένη στη σάρκα σου
η άμμος στα χέρια μου
στη γλώσσα μου
να σε ανακαλύπτω
πίσω απ’ το λεπτότατο εμπόδιο
κι’ η άμμος να πέφτει απ’ τα μαλλιά μας
να κατακάθεται στο βυθό της σιωπής
κ’ εμείς
ωραίοι φρεσκολουσμένοι
απ’ τα δικά μας νερά αναδυμένοι
στο φώς και στο σώμα
τούτης της Γής.
Αθήνα, 23.11.80
Την έβδομη μέρα
(μάλλον την όγδοη)
μετά τη φυγή σου
(μετά το θάνατό μου)
γεννήθηκε ο άνθρωπος
η φυσαρμόνικα
και μια πεταλούδα
όχι κόκκινη
άσπρη
με μικρά μαύρα στίγματα —
ήμουν ελεύθερος.
Αθήνα 25.ΙΙ.80
Ένα άστρο
έκαψε το σπίτι μου.
Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.
Η γλώσσα μου στο στόμα σου,
η γλώσσα σου στο στόμα μου —
σκοτεινό δάσος
οι ξυλοκόποι χάθηκαν
και τα πουλιά.
Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.
Τα χείλη μου
περιτρέχουν τ’ αυτί σου
τόσο μικρό και τρυφερό
πώς χωράει
όλη τη μουσική;
Ηδονή —
πέρα απ’ τη γέννηση,
πέρα απ’ το θάνατο•
τελικό κ’ αιώνιο
παρόν.
Αγγίζω τα δάχτυλα
των ποδιών σου.
Τι αναρίθμητος ό κόσμος.
Κάτω απ’ όλες τις λέξεις
δυό σώματα ενώνονται
και χωρίζουν.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πώς πλάθεται και καταρρέει
όλος ο κόσμος;
Η γλώσσα εγγίζει
βαθύτερα απ’ τα δάχτυλα.
Ενώνεται.
Τώρα
με τη δική σον αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ό σφυγμός μου.
Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κ’ εννιά δευτερόλεπτα.
Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;
* * *
Το σώμα σου
μ’ εκτοπίζει,
με περιέχει.
Πλαγιάζω κ’ εγείρομαι
μέσα σου.
Τ απόκρυφα όργανα
σημαίνουν
έξω απ’ το χρόνο.
Πλοία με φώτα
έρχονται, φεύγουν
δε σφυρίζουν.
Έρωτας,
η βαθειά τομή —
αυτό που ονειρευτήκαμε
μισό στην άγνοια,
μισό στο απόλυτο,
εδώ.
* * *
Η κάθε σου χειρονομία
έχει αφήσει
πάνω στο τραπέζι,
μες στο ντουλάπι,
κάτω απ’ το προσκέφαλο,
ένα μικρό κιβώτιο μουσικής.
Ακούω μόνος.
Όλη νύχτα
τ’ όνομά σου
κελαϊδάει μέσα στο στόμα μου,
πίνει το σάλιο μου,
με πίνει.
Τ’ όνομά σου.
Απ’ το τηλέφωνο
ακούω να ρίχνεις
ένα ένα τα ρούχα σου
στο πάτωμα. Τελευταίο
το δαχτυλίδι σου.
* * *
Γυμνό το σώμα σου,
αυθεντικό —
τελεσίδικη απάντηση
στο τίποτα.
Έλα.
Πέντε ποτήρια,
γεμίζουν, αδειάζουν.
Με το μολύβι τα χτυπώ —
ήχο τον ήχο
η ιστορία.
Ήθελα κάπου να τα πω,
να τα μοιράσω —
τόσο μεγάλα.
Δεν τα είπα.
Ασφυκτικά μεγάλωσα,
μόνος.
* * *
Ένα μεγάλο ρόδο
ανεβαίνει ασυντρόφιαστο
στα σκοτεινά.
Χτυπάει ή πόρτα.
Χτυπάει το τηλέφωνο.
Τίποτα.
Λείπουμε.
Οι δυό μαζί
λείπουμε.
Κι η συνωμοτική βροχή.
Του σώματος σου το σχήμα
μες στις παλάμες μου
πηλός,
γίνεται υδρία,
λήκυθος,
εννέα αγάλματα
κ’ ένας αητός.
Τα χέρια μου σε θυμούνται
π ιό βαθιά απ’ τη θύμηση.
Τα σώματα αρνούνται τις λέξεις.
Γυμνά κι αμίλητα
συνεννοούνται.
Οι δυό πέτρινες σφίγγες
κοιτάζονται.
Απ’ τα χείλη τους ρέει
το γαλανό νερό.
Γδυθήκαμε.
Κλείσαμε έξω απ’ την πόρτα
τα σπίτια, τα σκυλιά,
τους κήπους, τ’ αγάλματα,
το θάνατο.
Το ξέρεις
Εκείνα τα δυό κάστανα
μένουν ακόμη
επάνω στο γυμνό τραπέζι.
Σ’ αγαπώ.
Πώς ζουν οι πεθαμένοι
χωρίς έρωτα;
Βαθειά συνουσία.
Πόλεις γκρεμίζονται,
άλογα καλπάζουν,
φανοστάτες πέφτουν,
άηχα, άηχα.
Θηλάζεις τον αντίχειρα μου
βρέφος, και τρέφεσαι,
και τρέφομαι.
* * *
Νέφος το ποίημα,
μπορεί και φως, —
σώμα δεν έχει.
Στο σώμα σου υπάρχω.
0που κι αν βρίσκεσαι
πλάι μου είσαι.
Σφίγγω τη ζώνη σου
στη μέση μου.
Βαθειά μου περηφάνια.
Όσα είπαμε,
όσα δεν είπαμε
υποβαστάζουν το ποίημα.
Στο αέτωμα
ένα ψηλό κυπαρίσσι
ανάμεσα
σε δυό μαρμάρινα άλογα.
* * *
Όταν ακουμπούσες το χέρι σου
στο γόνατο μου ή στον ώμο μου
ή στη μέση μου
άλλαζε στάση ό κόσμος.
Μακραίνει ο χρόνος,
μακραίνεις.
Η εικόνα σου ασάλευτη
στο μέσα τοίχο.
Ακούω.
Κάτι ραγίζει
στο ξύλο, στο τζάμι,
στον καθρέφτη
Όταν συναντηθούμε πάλι
θάμαστε οι ίδιοι;
Και βέβαια
υπάρχουν κι άλλα χρώματα
κι άλλα τοπία.
Στη μέση του ύπνου μου θυμάμαι.
Και ξυπνώ.
Τώρα
προς ποιά πλευρά του ορίζοντα
τα μαλλιά σου ανεμίζουν;
Ούτε Απόψε πανσέληνος.
Ένα κομμάτι λείπει.
Το φιλί σου.
* * *
Σάρκινος λόγος
Όταν λείπεις, δεν ξέρω που είμαι. Το σπίτι
αδειάζει. Οι κουρτίνες ανεμίζουν έξω απ’ τα παράθυρα. Κλειδιά στο τραπέζι. Στο
πάτωμα χάμω
βαλίτσες ανοιχτές από παλιά ταξίδια, με
παράξενα κοστούμια
ενός θιάσου πού κάποτε θριάμβευσε κι
αργότερα διελύθη •
η ωραία πρωταγωνίστρια αυτοκτόνησε
μια νύχτα πάνω στη σκηνή.
Όταν λείπεις,
έξω στους δρόμους τρέχουν στρατιώτες•
γυναίκες φωνάζουν
κροτούν τα βαριά μηχανοκίνητα
σφυρίζουν οι σειρήνες •
περνούν τ’ ασθενοφόρα, σταματούν οι
νοσοκόμοι στα άσπρα
μαζεύουν τραυματίες απ’ την άσφαλτο,
μαζεύουν κ’ εμένα,
με μεταφέρουν σ’ ένα κάτασπρο νοσοκομείο
χωρίς κρεβάτια
κλείνω τα μάτια σαν παιδί πολιορκημένο απ’
το επικίνδυνο άσπρο.
Μια νοσοκόμα
έχει μείνει στον κήπο, πλάι στο σιντριβάνι
σκύβει και μαζεύει
κάτι λευκά λουλούδια που ‘ριξε ο αέρας απ’
τις ακακίες. Και, να, που
ανοίγει ή πόρτα•
μπαίνεις εσύ μ’ ένα καλάθι• — μυρίζουν τα
ώριμα αχλάδια.
Κοιμάσαι; — λέει ή φωνή σου. Κοιμάσαι μόνος;
Δε με περιμένεις;
Ανοίγω τα μάτια. Κ’ είναι εδώ τό σπίτι.
ΑΓ’ είμαι εδώ. Κ’ οι δυό πολυθρόνες.
Κόκκινες πολυθρόνες. Και τί σπίρτα στο
τραπέζι.
Ω, κατάλευκο φώς• ώ, κόκκινο αίμα, αγάπη,
αγάπη.
Αθήνα 16.11.81
***
Ολόκληρο με πήρες. Ο θάνατος πια δε θα χει
τίποτα να πάρει.
Μέσα στο σώμα σου αναπνέω. Χίλια αγόρια
έχω σπείρει στον ιδρωμένο
αγρό σου
χίλια άλογα καλπάζουν στο βουνό, σέρνοντας
πίσω τους ξεριζωμένα ελάτια,
κατηφορίζουν ως τα πρόθυρα της πολιτείας,
υψώνουν το κεφάλι,
κοιτούν με τ’ αμυγδαλωτά μαύρα τους μάτια
την Ακρόπολη, τους ψηλούς
φανοστάτες,
Ανοιγοκλείνουν τα κοντά τους τσίνορα. Τα
πράσινα, κόκκινα σήματα
τούς φέρνουν
σε μια δυσάρεστη αμηχανία. Κι αυτός ο
τροχονόμος
κουνάει τα χέρια του σαν για νι κόψει έναν
αόρατο καρπό απ’ τη νύχτα
ή να πιάσει απ’ την ουρά ένα αστέρι.
Στρέφουν τη ράχη
σαν ηττημένα σε μια μάχη που δε δόθηκε. Κι
άξαφνα
τινάζουν πάλι τί χαίτη και καλπάζουν προς
τη θάλασσα. Στο λευκότερο
απ όλα
καβάλα εσύ γυμνή. Σε φωνάζω. Στα στήθη σου
χιαστί ζωσμένα δυό κλωνάρια κισσού. Ένα
σαλιγκάρι
ακινητεί στα μαλλιά σου. Σε φωνάζω, αγάπη.
Τρεις ξενυχτισμένοι χαρτοπαίχτες
μπαίνουν στο γαλατάδικο της γειτονιάς.
Ξημερώνει.
Σβήνουν τα φώτα της πόλης. Το μεγάλο ωχρό
χύνεται λείο
πάνω στο δέρμα σου. Είμαι μέσα σου. Φωνάζω
από μέσα. Σε φωνάζω
εδώ πού συγκλίνουν τα ποτάμια βουίζοντας
κι ό ουρανός κυλάει
μες στο ανθρώπινο σώμα, ανεβάζοντας μαζί
του
τά θνητά πλάσματα και πράγματα — αγριόπαπιες,
παράθυρα, βουβάλια,
τα θερινά σαντάλια σου, το να βραχιόλι
σου, έναν αχινιό,
δυό περιστέρια,
στόν ανοιχτό περίβολο μιας ανεξήγητης κι
αζήτητης αθανασίας.
Αθήνα,
17.11.81
***
Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η
ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για ήλους,
ορατή μόνο σ’ εμένα.
Καλυμμένη οπ τα μαλλιά ως τα νύχια των
ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο οπ τους ασημένιους στεναγμούς
εαρινών φεγγαριών. Οι πόροι σου εκπέμπουν
φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα. Αρθρώνονται
απόρρητες λέξεις.
Τριανταφυλλιές εκρήξεις απ τη πράξη του
έρωτα. Το πέπλο σου ογκώνεται, λάμπει πάνω απ τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα
μπαρ, τα ναυτικά οινομαγειρεία.
Πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το
διανυκτερεύον φαρμακείο. Μια γυάλινη σφαίρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας
τοπία της υδρογείου. Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει
σε μία τρικυμία φυσημένη απ την αναπνοή
του σώματός σου. Μὴ φεύγεις. Μη φεύγεις.
Τόσο υλική, τόσο άπιαστη. Ένας πέτρινος
ταύρος
πηδάει απ’ το αέτωμα στα ξερά χόρτα. Μια
γυμνή γυναίκα ανεβαίνει
τη ξύλινη σκάλα
κρατώντας μια λεκάνη με ζεστό νερό. Ὁ
ατμός της κρύβει το πρόσωπο.
Ψηλά στον αέρα
ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε
αόριστα σημεία. Φυλάξου.
Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια
μου. Το τρίχωμα
της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει,
διαρκώς μεγαλώνει.
Γίνεται μία έγκυος αρκούδα ἡ κουβέρτα.
Κάτω από τη κόκκινη αρκούδα ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ ᾿ το χρόνο κι απ ᾿
το θάνατο πέρα,
σε μια μοναχική παγκόσμια ένωση. Τί όμορφη
που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου
δέομαι: Κρύψου.
Αθήνα 18.11.81
Ο κόσμος είναι ένας (1978-1980)
Πλατύ πρωινό της Ρώμης που πλαταίνει το
σύμφωνο λάμδα
μες στις φωνές των μικροπωλητών, στα
λάστιχα των λεωφορείων,
και στη σιωπή των αγαλμάτων,
‘Ώχρα σκιασμένη στις ανατολικές προσόψεις
των μαγαζιών και των μεγάρων. Πόρτες και
πόρτες
συγκρατούν τα ημικύκλια των ίσκιων σ’ ένα
κάποτε. Παράξε¬νο, — είπε —
σε μιαν αρχαία πολιτεία, με κόκκινα και
κίτρινα σκοτεινά χρώ¬ματα,
να υπάρχουνε παιδιά κρατημένα απ’ το χέρι
της μάνας τους
σ’ αυτούς τούς πολυσύχναστους δρόμους,
κάτω από αναρίθμητα
παράθυρα, εδώ
πού ό Παζολίνι σεργιανούσε τις νύχτες του,
— Στατσιόνε Tέρμινι, εδώ
πού σ’ ένα υπαίθριο σανιδένιο κιόσκι ένας
χοντρός σύγχρονος Νέρων
πουλούσε στους περιηγητές πολύχρωμα
φουλάρια. Αγόρασα ένα κόκκινο
το ‘δεσα στο λαιμό μου, και καταμεσής του
δρόμου σφύριξα:
Εμπρός της γης οι κολασμένοι, Εμπρός της
γης oι κολασμένοι.
Τη νύχτα, μέσ’ απ’ τη χαραματιά της
πόρτας,
είδες την αλεπού μεταμφιεσμένη να τρυπώνει
στο σκουπισμένο κοτέτσι η ουρά της,
ανασηκωμένη,
ξεσκόνιζε με μαλακές κινήσεις τ’ άστρα.
Τότε
οι γέροι με τα σάπια δόντια πέσαν ανάσκελα
πάνω στις πλάκες της αυλής προσμένοντας
ακόμα
μ’ ένα ξερό κλαδί κρυμμένο στο πουκάμισο
τους.
Κι αυτό χρειαζόταν — έλεγε — κι αυτό.
Φαινόταν πού ό ίδιος
δεν πίστευε καθόλου ούτε ζητούσε καν να
τον πιστέψουν.
Η αδύνατη γυναίκα πήρε το ποτήρι, πήγε
κοντά του,
λύγισε το μικρό της δάχτυλο και πέρασε τό
δαχτυλίδι
απ’ τον καπνό του τσιγάρου του σαν να ‘χε
μόνο αυτή πειστεί.
Αθήνα, 23.III.72
Είδαμε την κάππαρη του νησιού στο σακί του
ζητιάνου
τις γερασμένες ανύπαντρες γυναίκες πίσω
απ’ τις γρίλιες•
είδαμε απ’ το παράθυρο τη νύχτα να λιώνει
στην αυγή.
Οι μυρωδιές απ’ τις κουζίνες έσμιγαν στο
κλιμακοστάσιο.
Η μια γυναίκα είχε το πρόσωπο φαγωμένο. Η
άλλη
φορούσε μια κίτρινη μάσκα στην τσέπη
της ποδιάς της
είχε το καθρεφτάκι και το ρολόι. Στα
κάγκελα της σκάλας
περνούσε το ποντίκι λυπημένο. Ανάμεσα στα
δόντια του
κρατούσε το σοκολατάκι της νεκρής. Η τρίτη
γυναίκα
κοίταξε κάτω στην αυλή με τις ξερές
αγκινάρες
και μάζεψε τα δάχτυλά της σαν να
τρυπήθηκε. Όλα — είπε —
όλα είναι μια μετάνοια, χωρίς κανένας να
‘χει αμαρτήσει.
Ο θυρωρός βγήκε στο διάδρομο κρατώντας μες
στο δίσκο
το κεφάλι τού ταύρου ολοστόλιστο με
κόκκινες ταινίες.
Αθήνα, 23.III. 72
Ανάμεσα στους περιηγητές, στους
εισπράκτορες των λεωφορείων,
στους μικροπωλητές, τους φωτογράφους, τ’
αυτοκίνητα,
τ’ αγάλματα πλάι στις πικροδάφνες κοιτούν
προς το μέρος μας,
κοιτούν τ’ ορισμένο σημείο που εμείς το
αποσκεπάσαμε
με φύλλα καπνού κι εφημερίδες. Τ’ αγάλματα
με τα γυμνά τους σώματα σκιασμένα απ’ τον
ήλιο
προσβλέπουν ήσυχα, ανερώτητα, καθόλου
επιτιμητικά,
τόσο πού στρέφουμε κι εμείς διακρίνοντας
κι εμάς κι εκείνα,
ενώ στο χώμα οι ξένοι έχουν αφήσει τα
καλάθια τους γεμάτα
με μικρούς μαύρους σταυρούς, κίτρινες
χάντρες και ζώνες.
Δελφοί,
26.III.12
Στο σανιδένιο χαγιάτι οι καρέκλες
στεριωμένες ψηλά στην ησυχία. Δέντρα
και κόκκινες στέγες στον κατήφορο. Εκεί
μέσα στους καπνοδόχους έχει πήξει η καπνιά
απ’ το μαύρο πού αντάλλαζαν μέσα στα
σπίτια
χρόνια και χρόνια μισαλλόδοξοι άνθρωποι
και τα μαύρα σταμνιά, παραταγμένα στο
πεζοδρόμιο,
χωρίς νερό, χωρίς την τέφρα των ηρώων,
σε μιαν ανύποπτη μίμηση της διάρκειας.
Τότε
φύσηξε απ’ την κοιλάδα, θα γυρίσουμε —
είπε — πάλι,
να δούμε πάλι το βουνό, τακτοποιώντας στο
τραπέζι
τα τέσσερα ταριχευμένα δάχτυλα, τα
κομμένα,
σε σχήμα χειραψίας —ο αντίχειρας
λείπει.
Δελφοί, 26.III. 72
Να κλείσεις καλά τα παράθυρα. Να σύρεις
τις κουρτίνες.
Το σκοτάδι είναι πράσινο κάτω απ’ τά
δέντρα. Στα παγκάκια
κάθονται οι άρρωστες γυναίκες με τις
μάσκες των τυφλών.
Βαραίνουν τα μαλλιά τους απ’ την υγρασία.
Μην τις κοιτάξεις.
Μην τις ρωτήσεις τίποτα. Δεν απαντούν. Στα
γόνατά τους κρατάνε
κείνο το κωνικό σκουφί του γελωτοποιού —
το βρήκαν μια νύχτα
στο γήπεδο του ποδοσφαίρου κάτω απ’ το
φεγγάρι. Κι είναι το ‘ίδιο
πού εσύ του ‘χες ράψει ένα σωρό μικρά
κουδούνια να σημαίνουν
οικείες, παραπλανητικές γιορτές — μη λες
όχι το ξέρω.
Τώρα αφαίρεσαν το μεταλλικό σφαιρίδιο μες’
από κείνα τα κουδούνια
και το κρατούν στο στόμα τους — ίσως το
γεύονται* — γι’ αυτό δε μιλάνε.
Κάποτε, βλέπεις, φτάνει ή ώρα πού το ψέμα
πια δεν το αντέχει
μήτε κι αυτός ό ωραίος, ευγενικός, ο
αθωότερος ψεύτης του κόσμου,
αυτός με τα φαρδιά μανίκια να μη φαίνονται
μέσα στα δεμένα του χέρια.
Αθήνα, 19.V.72
Ό ουρανός — είπε — δεν είναι καμπύλος•
επίπεδος είναι•
περπατώ πάνω του• ό χαρταϊτός είναι γιος
μου•
το ‘να φτερό μου είναι κίτρινο, τ’ άλλο
μενεξεδένιο•
με το μικρό μου δάχτυλο ακουμπώ στο
συρματόπλεγμα•
μες στον καφέ μου ανάστροφες τρεις
πορφυρές πυραμίδες•
ένα φεγγάρι-κιθάρα, μια
κουκουβάγια-έρωτας•
έκθαμβο χελιδόνι βγαίνει απ’ τη ρωγμή του
δαμάσκηνου —
ή Μοίρα, ό Μιρό, ή Ερημιά, ό
Καθρέφτης-ευλογία.
Ένα πράσινο αστέρι, ένα μπλε, το ρουμπινί,
το μαύρο•
το ‘να σου μάτι στα πουλιά, τ’ άλλο στα
κόκκινα•
η σιδεροδεσιά σε φύλλα, φύλλα κι άλλα
φύλλα•
το κίτρινο στη σωστή του θέση πού την
ξέρει μονάχα
ό θεός κι ο Μιρό. Εγώ είμαι ο πρώτος φίλος
— είπε —
κρατώ απ’ τη μασκάλη το μικρό, μαλακό
σύννεφο,
περνάμε λυπημένα το λόφο. Το χρυσό μαχαίρι
το σφίγγω στα δόντια μου. Ή σιωπή μιλημένη
με χρώμα.
Το μυστικό της κύησης βαθιά βαθιά στη
μήτρα τού θανάτου,
τί καλά πού το ξέρουν τα πουλιά σου κι ό
λαγός σου με το ένα αυτί του
τεντωμένο προς τη σιωπή, και το μονόφθαλμο
ψάρι σου, κι ό πετεινός σου
επάνω στο τραπέζι με το μύλο τού
καφέ• το ξέρει και το άσπρο
φεγγάρι σου στη λεύκα. Ένα ολόκληρο
απόγευμα αργό
πηγμένο στον καθρέφτη του αγροκτήματος. Κι
εγώ να κοιτάω
το χέρι σου, Μιρό, (χρυσό πλατανόφυλλο,
χειρόκτιο ή πεντάλφα,
γροθιά ή θωπεία) ν’ αγγίζει γαλήνια το
χέρι του θεού.
Μιρό, σου χρωστάω αυτά τα δύο ανόμοια-όμοια
χρώματα
στην πάνω αριστερή γωνία τού αόρατου
κίτρινου (όχι κίτρινο,
μάλλον αχνά πορτοκαλί — όπως είναι το
αόρατο πάντα)
και το φτωχό βαζάκι της μουστάρδας, πού
σηκώθηκε ή μητέρα,
άρρωστη, με 40 πυρετό, όταν έλειπαν όλοι,
κι έβαλε μέσα
δυό ερημικά λουλούδια, κι άξαφνα τα
λουλούδια πολλαπλασιάστηκαν,
ευωδίασε το σπίτι ολόκληρο ως έξω στον
πολυάσχολο δρόμο,
γιατί ‘ταν η λησμονημένη αορτή των Ηρώων
και των Μαρτύρων.
Αναποδογυρίζει τα ρούχα του, το πρόσωπο του,
το σπίτι, το χρόνο•
κάνει ν’ αναποδογυρίσει το ποτήρι•
το ποτήρι σπάει• δε γυρίζει•
κόβει τα χέρια του, λεκιάζει τό
τραπεζομάντιλο, το παντελόνι του, τον τοίχο•
μια κόκκινη μορφή τον κοιτάζει
κατάματα• χαμηλώνει τό βλέμμα• δοκιμάζει
να δει τα παπούτσια του, το ρολόι του
χεριού του• το κίτρινο δόντι
ακόμη φυλαγμένο στο κουτί των σπίρτων μ’
ένα μαύρο κουμπί•
αχ, – λέει – τί να πεις; όπου είναι τί
αίμα δε χωράει άπατη.
Αθήνα, 16. IX. 73
Κύριε των έχθρων μου — λέει• Κύριε
των ανύπαρκτων φίλων•
Κύριε των σίγουρων νεκρών, αγκομαχώ, σκάβω
το βράχο•
φαγώθηκαν τα νύχια μου, πέτρες και πέτρες,
δίχως σπίτι•
έχω ένα σύγνεφο, μια πρόκα, πλαγιάζω στο
χώμα•
αυτά άφησέ μου τα, Κύριε των λύκων• στο
τρίτο σκαλοπάτι
ακουμπώ την τανάλια, τραβάω την κουρτίνα,
σκεπάζω τη ρωγμή
τον τοίχο τον ξέρω καλά κι απ’ τις
τέσσερις μέσα πλευρές του, —
άσε τουλάχιστον, Κύριε, θεόγυμνος να
συνουσιαστώ με τον τοίχο
ματώνοντας αλλιώς τά γόνατά μου, Κύριε,
αλλιώς πονώντας.
Αθήνα, 16.ΙΧ.73
Κρύβει το μισθό του• κλειδώνει. Θυμάται:
δεν έχει χρέη.
Βιάζεται, λαχανιάζει χωρίς λόγο, — να μη
σταματήσει,
να πάει πιο πέρα απ’ τη δεύτερη μάντρα.
Ένα κόκκινο φουγάρο,
ένα παράθυρο, ένα δέντρο. Αν αυτός δεν
προσέξει
τι θ’ απογίνουν, τί θ’ απογίνουν τα
πράγματα; Άναψαν τα φώτα
πριν ακόμη νυχτώσει. Ό φανοστάτης του
δρόμου
μπήκε απ’ την πύλη του νοσοκομείου
κουβαλώντας
ορθό τον κρεμασμένο. Λύσαν ήσυχα το
σκοινί,
έδεσαν το σκυλί στο φεγγάρι μαζί με το
βρέφος.
Αυτός σταμάτησε• κοίταξε. Δεν είχε
κάνει λάθος.
Γυρίζει σπίτι• ξεκλειδώνει• — τα
λεφτά του λείπουν.
Αθήνα, 21. IX. 73
Ο χρόνος κι ό θάνατος – είπε. Δεν μπορείς
να χωρίσεις
εσύ από σένα. Το ‘να σου χέρι κρατημένο
μέσα στ’ άλλο.
Το χταπόδι καρφωμένο στο ξύλο. Το αλάτι
στο κιούπι.
Στο πάτωμα ριγμένο το σακάκι μου και το
μαχαίρι.
Απ’ το διάδρομο έρχεται ή τυφλή γυναίκα.
Πλησιάζει.
Κρύβω το μαχαίρι κάτω απ’ το μαξιλάρι μου.
Εκείνη
πηγαίνει κατευθείαν εκεί. Το παίρνει.
Φεύγει.
Όλη τη νύχτα την ακούω να τριγυρίζει μέσα
στον τοίχο.
Αθήνα,
23. IX. 73
Προσωπίδες (1973)
θα ‘ρθουν και πάλι οι άπλες γραμμές, τα
ορατά σχήματα, τα χρώματα
το χέρι παράλληλα στα πλευρά, δοσμένο ή
κλεισμένο,
χωρίς άλλο νόημα, χωρίς δισταγμό,
προφύλαξη, φόβο,
εύπιστο στη δική του μοναξιά — ένα ήσυχο
χέρι, αφημένο
στο φως του παράθυρου, ν’ άκουε ι, να
βλέπει μες στα φύλλα
τα πορτοκάλια σ ά ν χρυσά σπουργίτια — και
το σ ά ν να ‘ναι δικό του
πάνω απ’ τις προσφορές και τις αιτήσεις
πού το ‘χαν σφραγίσει.
Εσύ είχες βάψει κόκκινο τ’ άλογο εκείνο;
Να το τώρα
κατάλευκο ξανά καλπάζοντας στο πεθαμένο
δάσος.
Αθήνα, 15.1.73
Πλύναμε τ’ αγάλματα, ταΐσαμε τούς νεκρούς
υδρομέλι,
κολυμπήσαμε στο ποτάμι, καθίσαμε στον
ήλιο, στεγνώσαμε
ο ένας ανέβηκε στη συκιά ο άλλος στο
κυπαρίσσι εγώ
έμεινα μόνος στη ν όχθη, ρίχτοντας τα
νομίσματα ένα ένα
μες στο νερό, διακρίνοντας την πιο μεγάλη
διαφάνεια, καθώς
η ανάγλυφη ωραία εφηβική κατατομή
μεγεθυνόταν
όσο πλησίαζε στο βυθό, λάμποντας πάγχρυση
τη στιγμή πού πνιγόταν.
Τότε
φάνηκε πίσω απ’ τά καλάμια ό αγγελιαφόρος.
«Ό βασιλέας — είπε –
τυφλώθηκε μονάχος του με το ψαλίδι. Ό
θρόνος περιμένει». Εμείς
πέσαμε πάλι στο ποτάμι. Βγήκαμε στη ν
αντίπερα όχθη. Μόνοι.
Αθήνα, 15.1.73
Έφερε η γυναίκα τη λεκάνη• την ακούμπησε
στό τραπέζι•
πρόσεξε μην πατήσει το χαρτονόμισμα. Πήρε
το διαβήτη,
χάραξε στο νερό έναν κύκλο (διόλου
άφηρημένη),
γύρισε ξαφνικά στο γέρο οργισμένη. «Εσύ —
του είπε — εσύ».
«Ξέρω – είπε ό γέρος — άλλο ήθελες να
πεις,
άλλο να κάνεις. Μη φοβάσαι. Δε θα μιλήσω.
Άλλωστε, αυτός που ξέρει τι μπορεί πια να
πει;»
Αύτη τού πήρε το καπέλο οπ’ τα γόνατα τ’
απόθεσε
στη διπλανή καρέκλα πλησίασε πάλι τη
λεκάνη,
έβρεξε το ‘να δάχτυλο της στο νερό και
χάραξε
το σημείο τού σταυρού στον καθρέφτη. Σε
λίγο
ό σταυρός εξατμίστηκε, μαζί και τα δύο
πρόσωπά τους.
Αθήνα, 25.1.73
Τ’ αγάλματα ανασαίνουν ήρεμα κάτω οπ’ το
χώμα.
Περιμένουν κι αυτά χαμογελώντας αόριστα.
Το ‘να τους χέρι
ερωτικά κολλημένο στον αριστερό μηρό τους•
τ’ άλλο
σε μια διφορούμενη χειρονομία προσφοράς ή
παράκλησης, —
τί όμορφα στήθη, γόνατα, χείλη. Φτάνουν οι
ιππείς, ξεπεζεύουν,
αφήνουν τ’ άλογά τους στο μεγάλο λιβάδι,
πλαγιάζουν
κάτω οπ’ τα θολωτά πλατάνια. «Η ασάλευτη
πέτρα
δεν αποτρέπει το αίμα», είπε ό μικρότερος
κοιτάζοντας
τα δώδεκα άλογα ατμισμένα στο απερίγραπτο
φώς. Οι άλλοι
βγάλαν τις μπότες τους και τα πουκάμισά
τους. Αυτός έμεινε ντυμένος.
Αθήνα, 26.1.73
Στένεψε ό κύκλος φράξανε την τελευταία
χαραμάδα όλο όλο
με μικρό γνέψιμο του κεφαλιού να πεις ένα
ναι ή ένα οχ ι, —
δεν ξέρεις ποιος άκουει, ποιος βλέπει.
Τους νεκρούς τούς κουβαλήσαν
άλλους στο θέατρο ή στο μαρμαράδικο,
λιγοστούς άλλους στο νεκροτομείο —
αν σε καλέσουν για αναγνώριση, «δεν ξέρω»
λες — κι αλήθεια δεν ξέρεις –
όλοι οι νεκροί έχουν το ίδιο πρόσωπο —
δικοί μας όλοι
τα ρούχα τους ανάκατα, σωρός, τρύπια απ’
τις σφαίρες, όμοια.
Ξάφνου εκείνες οι πλατιές χειρονομίες των
σκοτωμένων στο μαρμάρινο τραπέζι,
και συ να κάνεις πώς δεν ξέρεις ποιός
τραβάει τούς σπάγκους.
Καρλόβασι.
16 VII 74
Σ’ όλη του τη ζωή προσπάθησε, αγρύπνησε,
ερεύνησε, εργάστηκε για να ετοιμάσει ένα μεγάλο ευχαριστώ. Και τώρα να μην έχει
σε ποιόν να το πει.
Καρλόβασι.
20 VII 74
0ι προσωπίδες, τα τύμπανα, οι σάλπιγγες
βήματα, βήματα πέρασμα σκοτεινό κρεμάστρα διαδρόμου με μαύρες ομπρέλες ό τρίτος
διάδρομος πιο ελικοειδής παράθυρο στον κήπο η ακρίδα καθισμένη στο ρολόι του
χεριού σου. Αυτό το ‘δα. Το πρόσεξα ιδιαίτερα. Το ‘ξερα. Φορούν και τ’ αγάλματα
μάσκες.
Καρλόβασι. 24 VII 74
Ακροκέραμος (1974)
Νεκροί λησμονημένοι κάτω απ’ τις μεγάλες
παρελάσεις•
πόρτες κλειστές, προσχήματα, ο φόβος που
σώπαινε, το παλιό πανωφόρι
πάνω απ’ τη σκάλα, η ομπρέλα, οι γαλότσες.
Ό καθρέφτης θυμόταν.
Είχες μια τόσο ασυντόνιστη φωνή.
Προσπάθησα — έλεγες — να πειθαρχήσω.
Το βράδυ φτάναν οι διαδηλωτές στο
καφενείο• χτενίζονταν πάνω απ’ το νιπτήρα.
Τα συνθήματα στους τοίχους είχαν τη θλίψη
της υπερβολής. Τότε
φοβήθηκαν τά σιωπηλότερα λόγια•
βαλαν τα χέρια στις τσέπες,
άγγιξαν τα μεριά τους• έμαθαν πάλι. Αυτός
πού βγήκε
δεν έκλεισε την πόρτα. Η νύχτα ερχόταν από
κει θεοσκότεινη
μ’ όλη την ειλικρίνεια του ανεμπόδιστου
μαύρου,
με τα κλεμμένα ψεύτικα σκουλαρίκια της.
Τότε ό Σωτήρης:
«το πιο βαρύ φτερό, το ασήκωτο — είπε —
είναι το σώμα». Κάποιος
έσβησε ανειδοποίητα τα φώτα•
γδυθήκαμε• τ’ ανάψαμε πάλι.
Κανένας δε γνώρισε κανέναν. Όλοι ήμαστε
αθώοι.
Αθήνα 25.Χ.74
Σκισμένη κουρτίνα με γερμένο τον ένα της
ώμο. Το σπίτι
άδειο τώρα από μέρες. Ό καθρέφτης επίπεδος
στην άρνηση του
να καθρεφτίσει το άδειο ή την κίτρινη
κουβέρτα ή τη θύμηση
εκείνου του σώματος μεγαλωμένου στο φέγγος
του Αυγούστου, — χτύπο το χτύπο,
η σάρκα, νύχια, δόντια, η ηδονή, το
κόκκινο• – επίπεδος καθρέφτης —
τίποτα• μόνο τα καρφιά του τοίχου,
απ’ τα πεσμένα κάδρα
φιλόδοξα ακόμη, επιμένοντας να φανούν έστω
για λίγο
σαν επιχρυσωμένα απ’ την ύστατη ανταύγεια
τού λυκόφωτος,
να φανούν σ’ ένα δεύτερο βάθος,
περιμένοντας πάντα
να τους κρεμάσουμε μια ομπρέλα, ένα
καπέλο, ένα στεφάνι
ή τα δυο χαρτονένια φτερά πού φορούσες
εκείνη την πολυάνθρωπη νύχτα
όταν μες’ από το συνωστισμό αναλήφθηκες
προς τον εξώστη τού πύργου
εκεί πού ανάβαν τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα
πάνω απ’ το σιδερένιο φέρετρο.
Αθήνα
6.ΧΙ.74
ΑΡΓΑ, ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ
ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ (1991)
ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ (1991)
ΤΑ ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ (1987)
ΛΙΓΗ ΑΦΕΛΕΙΑ
Ήσυχες μέρες με πολλά δέντρα.
Σου πάει αυτό το αεράκι γύρω στα χείλη σου.
Σου πάει αυτό το λουλούδι που κοιτάζεις.
Ώστε δεν είναι ψέμα η θάλασσα, το λιόγερμα
κι η βάρκα αυτή που πλέει στον δειλινό ροδώνα
έχοντας για μοναδικό της επιβάτη
ένα κορίτσι και μια λυπημένη κιθάρα.
Άσε με να τραβήξω εγώ τα κουπιά
σα να τραβώ δυο ξεχασμένες πορφυρές ακτίνες.
Σου πάει αυτό το αεράκι γύρω στα χείλη σου.
Σου πάει αυτό το λουλούδι που κοιτάζεις.
Ώστε δεν είναι ψέμα η θάλασσα, το λιόγερμα
κι η βάρκα αυτή που πλέει στον δειλινό ροδώνα
έχοντας για μοναδικό της επιβάτη
ένα κορίτσι και μια λυπημένη κιθάρα.
Άσε με να τραβήξω εγώ τα κουπιά
σα να τραβώ δυο ξεχασμένες πορφυρές ακτίνες.
Καρλόβασι, 29.VI.87
ΑΠΟΥΣΙΕΣ
Ωραία γυναίκα, σιωπηλή, βραδυπορούσα,
περιβλημένη την πορφύρα της εσπέρας
ανάμεσα σε δυο παγόνια με ανοιχτές τις ουρές τους.
’Έξω απ’ την πόρτα οι μεγάλες λασπωμένες γαλότσες
του δασοφύλακα. Και πάνω απ’ τα κατάρτια
κρυφοκοιτάει ένα μικρό βραδύγλωσσο φεγγάρι.
Θα πρέπει τώρα να μιλήσεις εσύ αντί για κείνο,
όμως οι λέξεις λείπουν σε ποιήματα ειπωμένα κιόλας.
περιβλημένη την πορφύρα της εσπέρας
ανάμεσα σε δυο παγόνια με ανοιχτές τις ουρές τους.
’Έξω απ’ την πόρτα οι μεγάλες λασπωμένες γαλότσες
του δασοφύλακα. Και πάνω απ’ τα κατάρτια
κρυφοκοιτάει ένα μικρό βραδύγλωσσο φεγγάρι.
Θα πρέπει τώρα να μιλήσεις εσύ αντί για κείνο,
όμως οι λέξεις λείπουν σε ποιήματα ειπωμένα κιόλας.
Καρλόβασι, 1.VII.87
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Όσο κι αν βρέχει το χέρι του μες στο
σκοτάδι,
το χέρι του δε μαυρίζει ποτέ. Το χέρι του
είναι αδιάβροχο στη νύχτα. Όταν θα φύγει
(γιατί όλοι φεύγουμε μια μέρα) θαρρώ θα μείνει
ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον
που αδιάκοπα θα λέει «ναι» και πάλι «ναι»
σ’ όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.
το χέρι του δε μαυρίζει ποτέ. Το χέρι του
είναι αδιάβροχο στη νύχτα. Όταν θα φύγει
(γιατί όλοι φεύγουμε μια μέρα) θαρρώ θα μείνει
ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον
που αδιάκοπα θα λέει «ναι» και πάλι «ναι»
σ’ όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.
Καρλόβασι, 17.VII.87
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Αυτά πού ειπώθηκαν πάλι και πάλι χάσανε
νόημα και χρώμα-
πέτρες, νερά, παράθυρα, κι αυτός με την παλιά βαλίτσα
έξω απ’ το τελωνείο περιμένοντας, ενώ το μεγάλο ρολόι
χτυπούσε οχτώ της εσπέρας και το πλοίο δεν ήρθε
παρ’ ότι ακούστηκε το σφύριγμά του. Στην αποβάθρα
έμεινε ο σταυρωμένος γερανός και τ’ άδεια πανέρια.
Ύστερα βγήκαν τ’ άστρα πάνω απ’ τις βαριές νυσταλέες μαούνες
κι εκεί, στην έρημη πλατεία, μπρος στο μνημείο των ηρώων,
τέσσερις ναύτες αποθέσαν τον πνιγμένο δύτη.
πέτρες, νερά, παράθυρα, κι αυτός με την παλιά βαλίτσα
έξω απ’ το τελωνείο περιμένοντας, ενώ το μεγάλο ρολόι
χτυπούσε οχτώ της εσπέρας και το πλοίο δεν ήρθε
παρ’ ότι ακούστηκε το σφύριγμά του. Στην αποβάθρα
έμεινε ο σταυρωμένος γερανός και τ’ άδεια πανέρια.
Ύστερα βγήκαν τ’ άστρα πάνω απ’ τις βαριές νυσταλέες μαούνες
κι εκεί, στην έρημη πλατεία, μπρος στο μνημείο των ηρώων,
τέσσερις ναύτες αποθέσαν τον πνιγμένο δύτη.
Καρλόβασι, 22.VII.87
ΕΠΙΛΟΓΙΚΟ
Να με θυμόσαστε — είπε. Χιλιάδες
χιλιόμετρα περπάτησα
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,
για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά
ποτές μου δεν την πρόδωσα. «Όλο το βιός μου το μοίρασα δίκαια.
Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ’ ένα κρινάκι του αγρού
τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε.
Και συγχωράτε μου αυτή την τελευταία μου θλίψη: Θα ‘θελα
ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι του φεγγαριού να θερίσω
ένα ώριμο στάχυ. Να σταθώ στο κατώφλι, να κοιτάω
και να μασώ σπυρί-σπυρί το στάρι με τα μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι ευλογώντας τούτον τον κόσμο που αφήνω,
θαυμάζοντας κι Εκείνον πού ανεβαίνει το λόφο στο πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στο αριστερό μανίκι του έχει ένα πορφυρό τετράγωνο μπάλωμα. Αυτό
δεν διακρίνεται πολύ καθαρά. Κι ήθελα αυτό προπάντων να σας δείξω.
Κι ίσως γι’ αυτό προπάντων θ’ άξιζε να με θυμάστε.
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,
για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά
ποτές μου δεν την πρόδωσα. «Όλο το βιός μου το μοίρασα δίκαια.
Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ’ ένα κρινάκι του αγρού
τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε.
Και συγχωράτε μου αυτή την τελευταία μου θλίψη: Θα ‘θελα
ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι του φεγγαριού να θερίσω
ένα ώριμο στάχυ. Να σταθώ στο κατώφλι, να κοιτάω
και να μασώ σπυρί-σπυρί το στάρι με τα μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι ευλογώντας τούτον τον κόσμο που αφήνω,
θαυμάζοντας κι Εκείνον πού ανεβαίνει το λόφο στο πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στο αριστερό μανίκι του έχει ένα πορφυρό τετράγωνο μπάλωμα. Αυτό
δεν διακρίνεται πολύ καθαρά. Κι ήθελα αυτό προπάντων να σας δείξω.
Κι ίσως γι’ αυτό προπάντων θ’ άξιζε να με θυμάστε.
Καρλόβασι, 30.VII.87
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου