Όταν το πλανόδιο εμπόριο ήταν μορφή κοινωνικής πρόνοιας, οι μαγαζάτορες λειτουργούσαν ως τραπεζίτες των φτωχών και οι επαγγελματίες αντιστέκονταν στην προλεταριοποίηση τους.
.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα οι ευκαιρίες να ξεκινήσει κανείς τη δική του επιχείρηση σε μια πόλη που ολοένα μεγάλωνε ήταν πολλές. Από το 1879 έως το 1920 η Αθήνα πενταπλασίασε σχεδόν τον πληθυσμό της. Ήταν η περίοδος που γεννήθηκε και θεμελιώθηκε η παραδοσιακή μικροαστική τάξη, δηλαδή οι ιδιοκτήτες μικρών μονάδων στον χώρο του λιανικού εμπορίου, της βιοτεχνίας και της παροχής υπηρεσιών. Αυτό είναι και το αντικείμενο δεκαετούς μελέτης του Δρ. Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Νίκου Ποταμιάνου, που μετουσιώθηκε σε μια έκδοση 547 σελίδων.
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο «Οι Νοικοκυραίοι: Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα 1880-1925» δεν μπορεί κανείς να μην σκεφτεί με θλίψη τα σημερινά «λουκέτα» στους δρόμους της πόλης, πόσο μάλλον όταν η επιθυμία «να κάνουμε κάτι δικό μας» παραμένει μπολιασμένη στην ψυχοσύνθεση του Έλληνα. Ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιεί μια άλλη διάσταση του όρου μικροαστός, ο οποίος είναι φορτισμένος με αρνητικές αναφορές. Ο μικροαστός του Νίκου Ποταμιάνου είναι απαλλαγμένος από το αρνητικό φορτίου του «petit bourgeois» που μιμείτο τις συμπεριφορές των αστών στη Γαλλία του 19ου αιώνα. Είναι απαλλαγμένος της αρνητική χρήση των Μαρξιστών, για τους οποίους είναι «ο μη συνειδητοποιημένος εργάτης», ένας άνθρωπος χωρίς ταξική συνείδηση που ενδιαφέρεται μόνο για την κοινωνική του ανέλιξη. Είναι απαλλαγμένος από τη σημερινή εκδοχή του «πολιτισμικού μοντερνισμού», που αποκαλεί ως μικροαστικό οτιδήποτε κομφορμιστικό και συντηρητικό.
Οι «μικροαστοί πατριάρχες» του Νίκου Ποταμιάνου είναι επαγγελματίες που αναδεικνύονται σε υποκείμενα της ιστορίας, εντασσόμενοι σε διαφόρων ειδών συλλογικότητες ή αναπτύσσοντας κοινές συμπεριφορές, επιμένοντας στην ανεξάρτητη απασχόληση, οργανώνοντας συνοικιακά πιστωτικά δίκτυα, λειτουργώντας ως «τραπεζίτες των φτωχών» και ως «κομματάρχες» στο εσωτερικό διαφόρων κοινοτήτων της πόλης.
.
(Αμαξάς σε δρόμο της Πλάκας, 1920. Φωτογραφία του Boissonnas © Αρχείο Fred Boissonnas, Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης. Αρ. φωτογραφίας: 2099Α)
(Αμαξάς σε δρόμο της Πλάκας, 1920. Φωτογραφία του Boissonnas © Αρχείο Fred Boissonnas, Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης. Αρ. φωτογραφίας: 2099Α)
Η έξοδος από το παζάρι, η διασπορά και οι πιάτσες
Πού κατοικούσαν όμως οι μικροαστοί; Σε γενικές γραμμές οι επαγγελματίες ζούσαν διάσπαρτοι στην πόλη, από τον αμαξά στο Κολωνάκι έως τον παντοπώλη στις παράγκες δίπλα στον σκουπιδότοπο στο Δουργούτι. Το ίδιο ίσχυε σε μεγάλο βαθμό και για τους βιοτέχνες. Ως γειτονιές πάντως που κυριαρχούσαν άνθρωποι μετρίου εισοδήματος αναφέρονται τα Εξάρχεια, η Νεάπολη, η Πλάκα, του Μακρυγιάννη, η Βάθεια, η Καλλιθέα. Επιπλέον η συνοικία του Ψυρρή μπορεί πιθανώς να συνδεθεί με την παραδοσιακή μικροαστική τάξη, τους βιοτέχνες και τους μαγαζάτορες που κατοικούσαν δίπλα στον χώρο της δουλειάς τους, στο Μοναστηράκι, στο εμπορικό τρίγωνο κλπ., λόγω της σημασία της οικογενειακής εργασίας για τη λειτουργία των μικρών επιχειρήσεων, ιδίως των εμπορικών.
Βεβαίως υπήρχαν σημεία που διατηρούσαν τον χαρακτήρα της πιάτσας σε πολλά επαγγέλματα και αυτό είχε να κάνει και με λόγους ελέγχου. Η αστυνομία μπορούσε να επιβάλει στους μαγαζάτορες μια συγκεκριμένη τοποθεσία, ενώ οι δήμοι φρόντιζαν να κατασκευάζουν κλειστές αγορές τροφίμων για να διατηρούνται πιάτσες που μπορούσαν να ελεγχθούν εύκολα ως προς τις συνθήκες υγιεινής. Έτσι διατήρησε την πρωτοκαθεδρία της η Παλιά Αγορά επί δεκαετίες, έως ότου καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1884, για να δώσει τη θέση της δύο χρόνια μετά στη Νέα Αγορά (Βαρβάκειος).
.
(Kρεοπωλείο & οπωροπωλείο στην Αγορά ©Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνας του 1896: Πανελλήνιον Εικονογραφημένον Λεύκωμα, Αθήνα 1896)
Ωστόσο η μεγάλη επέκταση της πόλης που συντελείτο εκείνα ακριβώς τα χρόνια οδήγησε τους επαγγελματίες να δημιουργήσουν κι άλλες πιάτσες. Η «έξοδος από το παζάρι» βέβαια είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα για όσους απευθύνονταν σε ένα αστικό κοινό με εξευρωπαϊσμένα γούστα, οι οποίοι λειτουργούσαν πλήθος μαγαζιών στην Ερμού, την Αιόλου και τα γύρω στενά. Αυτά τα εμπορικά καταστήματα άλλαζαν την εικόνα της πόλης, επιστρατεύοντας φωτισμένες βιτρίνες για να προσελκύουν τους περαστικούς, καθώς η Αθήνα μεγάλωνε και οι πελάτες δεν περιορίζονταν σε συγγενείς, φίλους και γείτονες.
.
(Καρτ-ποστάλ με την οδό Αιόλου, δεκαετία 1910 © Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης [ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ])
Όταν το εισαγόμενο ήταν για τους «παρακατιανούς»
Όπως προκύπτει από την έρευνα, η εκμηχάνιση για τις μικρές βιοτεχνίες ήταν υπόθεση του Μεσοπολέμου. Νωρίτερα η σχέση παραγωγής – εμπορίου, παρότι είχε διαρρηχθεί ήδη από την εποχή της Τουρκοκρατίας (όπου έκαναν την εμφάνισή τους διάφορα μαγαζιά ψιλικών, υφασμάτων κ.α. που πουλούσαν προϊόντα που δεν είχαν κατασκευάσει οι ιδιοκτήτες τους), παρουσίασε μια ανθεκτικότητα, ειδικά στον χώρο των τροφίμων. Περισσότερο καθοριστικός για τον διαχωρισμό του λιανικού εμπορίου από την παραγωγή ήταν ο ρόλος των εισαγωγών παρά η ανάδυση μεγάλων επιχειρήσεων μεταποίησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην υποδηματοποιία και τη ραπτική η κατά παραγγελία παραγωγή είχε περίοπτη θέση στα μεσαία και ανώτερα εισοδήματα, ενώ τα εισαγόμενα ενδύματα και υποδήματα από το εξωτερικό προορίζονταν για τα κατώτερα εισοδήματα. Με εξαίρεση τα έτοιμα ανδρικά ρούχα από τη Βιέννη.
Το πλανόδιο εμπόριο ως μορφή κοινωνικής πρόνοιας
Ένας μετασχηματισμός που όρισε την οικονομική ανάπτυξη των μικροαστών ήταν η μακροχρόνια μετάβαση από το πλανόδιο στο εδραίο εμπόριο και τη βιοτεχνία. Παρά τη δημιουργία ενός δικτύου καταστημάτων με αυξανόμενο βάρος στην αγορά, οι πλανόδιοι δεν εξέλιπαν, αλλά ενδεχομένως απέκτησαν έναν νέο ρόλο. Το 1920, οι κύριες κατηγορίες πλανόδιων ήταν οι μανάβηδες, οι αυγουλάδες, οι ψιλικατζήδες και οι γαλατάδες. Είναι χαρακτηριστική η εικόνα του γαλατά με τη φουστανέλα που γύρναγε με ένα μικρό κοπάδι κατσίκες, τις άρμεγε επί τόπου και πουλούσε σε δοχεία το γάλα. Οι δε μανάβηδες αποτελούσαν την πλέον εμβληματική φιγούρα πλανόδιου. Κατά την περίοδο που εξετάζει το βιβλίο ένα πλήθος μανάβικων άνοιξε στις γειτονιές και το βάρος των πλανόδιων μειώθηκε. Τη δεκαετία του 1920 όμως επανέκαμψε ως πρόχειρη απασχόληση των χιλιάδων ανέργων, μια παραδοσιακή μορφή κοινωνικής πρόνοιας, ένα καταφύγιο για γέρους, αρρώστους και ανάπηρους. Επιπλέον, η δυσκολία απορρόφησης των προσφύγων από τις υπάρχουσες παραγωγικές δομές οδήγησε το πλανόδιο εμπόριο σε παροξυσμό. Οι δε καταστηματάρχες, με το να πουλάνε χονδρικά σε πλανόδιους αποκτούσαν ένα μερίδιο από τις πωλήσεις στους φτωχούς χωρίς να υποβάλλονται στο ρίσκο και τα έξοδα προσέγγισής τους. Μάλιστα, κάποιοι πλανόδιοι ήταν υπάλληλοι καταστημάτων.
.
(Γαλατάς με το κοπάδι του στο Κολωνάκι, δεκαετία του 1930 © ΕΡΤ Α.Ε., Φωτογραφικό αρχείο Πέτρου Πουλίδη, Αρ.φωτογραφίας 1304)
Το τοπικό μονοπώλιο του «βερεσέ»
Οι δυνατότητες κερδοφορίας δεν ήταν ίδιες σε όλα τα επαγγέλματα, αλλά το λιανικό εμπόριο υπερτερούσε σαφώς της βιοτεχνίας. Σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι ενώ οι περισσότεροι βιοτεχνικοί κλάδοι πιέζονταν από την ελληνική ή την ευρωπαϊκή βιομηχανία, στο λιανικό εμπόριο δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα τα πολυκαταστήματα και οι αλυσίδες. Ένας δεύτερος παράγοντας πρέπει να ήταν το ισχυρό μονοπώλιο που απολάμβαναν οι τοπικοί μαγαζάτορες, το οποίοι εδραιωνόταν μέσω του μηχανισμού του «βερεσέ». Επιπλέον «το μαγαζάκι της γωνίας» αξιοποιούσε το εμπόδιο του χώρου για τη δημιουργία ενός μονοπωλιακού πλεονεκτήματος που του επιτρέπει να πουλάει ακριβότερα. Το 1911, ο εργοαστασιάρχης υποδηματοποιίας Ρηγόπουλος ισχυριζόταν ότι τα μικρά συνοικιακά μανάβικα, μπακάλικα και φούρνοι, είχαν κέρδος γύρω στο 20% στα διάφορα είδη που πουλούσαν, έναντι 5-6% των μεγάλων καταστημάτων. Εννοείται ότι κάποιες επιχειρήσεις ξεχώριζαν και διαβάζουμε για καταστηματάρχες που πλούτισαν στ’ αλήθεια. Λέγεται μάλιστα ότι ο υποδηματοποιός Ι. Τσάμης έγινε εκατομμυριούχος και έφτασε να αγοράσει ξενοδοχείο στο Φάληρο.
Μιλάμε για μια περίοδο που συντελούνταν συσσώρευση κεφαλαίου στην ελληνική κοινωνία, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξανόταν τη δεκαετία του 1880 και την περίοδο 1910-14, ωστόσο ήταν κυρίως το μεγάλο κεφάλαιο που καρπωνόταν την αύξησή του. Η συντριπτική πλειοψηφία των μικρών μονάδων, είχαν ως ζητούμενο την επιβίωσή τους, ως πόρος εισοδήματος των νοικοκυριών. Ενώ η τεχνολογική υστέρηση των βιοτεχνιών αποτελούσε μια από τις εκφάνσεις της αδυναμίας για διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου τους. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι πριν το 1926, η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος στη μεταποίηση παρέμενε πολύ χαμηλή, ενώ και σε βιοτεχνικούς κλάδους με αξιόλογη ανάπτυξη, όπως η επιπλοποιία, η εκμηχάνιση ήταν περιορισμένη.
(Σανδαλοποιεία στην οδό Αθηνάς, 1920. Φωτογραφία του Boissonnas © Αρχείο Fred Boissonnas, Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης. Αρ. φωτογραφίας: 2101b)
Οικογενειακή υπόθεση
Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό των μικροεπιχειρήσεων ήταν η συχνή έδρασή τους στην οικογένεια ως οικονομική μονάδα. Η φθηνή και ελαστική εργασία των μελών της οικογένειας ήταν κομβικής σημασίας για τη λειτουργία και αναπαραγωγή των μικρών επιχειρήσεων. Στην πρώιμη εργατική νομοθεσία μάλιστα υπήρξε ένα είδος νομικού ορισμού της οικογενειακής επιχείρησης: το 2012-13 επιτράπηκε η τρίωρη εργασία παιδιών 10-12 ετών «εις εργασίας εις τας οποίας ασχολούνται μόνο μέλη της ιδίας οικογένειας υπό τη διεύθυνση του πατρός» και συγκεκριμένα η σύζυγος, τα παιδιά και οι γονείς του επικεφαλής «και οι μέχρι και του τρίτου βαθμού εξ αίματος συγγενείς του εργοδότου».
Παράλληλα υπήρχαν πρακτικές που συσκότιζαν τη θεωρητικά ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στην οικογενειακή και μισθωτή εργασία, όπως οι νεαροί εργάτες που κατοικούσαν στο σπίτι του μάστορα αποτελώντας μέλη του νοικοκυριού. Ή οι ανήλικοι μαθητευόμενοι «παραγιοί».
Βέβαια πολλοί μαθητευόμενοι και ειδικευμένοι εργάτες θα ανέρχονταν κατόπιν σε μάστορες, τεχνίτες, εμποροϋπαλλήλους με δικές τους δουλειές. Και εδώ μπαίνει η παράμετρος της κοινωνικής ανόδου εντός ενός διαφορετικού, σαφώς καπιταλιστικού πλαισίου. Οι δυνατότητες κοινωνικής ανόδου οπωσδήποτε υπήρξαν και τροφοδότησαν αυτό που ο Δερτιλής αποκαλεί «ιδεολογία της προκοπής», με πολιτικούς και βιομηχάνους να διαβεβαιώνουν ότι «οι σημερινοί υπάλληλοι είναι οι καταστηματάρχαι της αύριον».
(Υποδηματοποιός με τον παραγιό του, γύρω στα 1900 ©Προσωπική συλλογή Μάνου Χαριτάτου)
«Κρούσμα φεμινισμού εις τας λαϊκάς τάξεις»
Επιστρέφοντας στη λειτουργία της οικογενειάκης επιχείρησης, πρέπει να πούμε ότι «αρχηγός» ήταν ο άντρας , τον οποίον βοηθούσαν η γυναίκα και τα παιδιά ως εξαρτημένα από αυτόν μέλη. Στα τέλη του 19ου αιώνα, το άνοιγμα κουρείου σε γειτονιά της Αθήνας από «μια κυρία Μαριγώ» χαρακτηριζόταν ως «κρούσμα φεμινισμού εις τας λαϊκάς τάξεις». Άλλωστε, υπήρχαν και νομικοί περιορισμοί στο να ανοίξει μια γυναίκα μαγαζί: «η γυνή δεν δύναται να εμπορεύεται δημοσίως χωρίς την συναίνεσιν του ανδρός της».
(Σ. Χρηστίδης, εξώφυλλο του βιβλίου Ερωτικαί περιπαίτειαι της ωραίας παντοπώλιδος [χ.χ.] © Απόστολος Δούρβαρης, Σωτήριος Χρηστίδης [1958-1940], Αθήνα 1993, έκδοση ΕΛΙΑ)
Οι «τραπεζίτες των φτωχών» και οι τοκογλύφοι
Όπως προαναφέρθηκε, η πίστωση ήταν ένας τρόπος να διαμορφωθεί μια σταθερή πελατεία αναγκασμένη να συναλλάσσεται με τον συγκεκριμένο καταστηματάρχη και μόνο. Παράλληλα, η σωστή επιλογή του σε ποιον θα δώσεις βερεσέ ήταν κρίσιμη για την επιβίωση της επιχείρησης, που διαφορετικά μπορούσε να καταστραφεί από συσσωρευμένα δανεικά κι αγύριστα.
Παράλληλα, ο βερεσές ήταν ο σημαντικότερος τρόπος με τον οποίο οι μαγαζάτορες λειτουργούσαν ως «τραπεζίτες των φτωχών», δεν ήταν όμως ο μόνος. Τα δάνεια φαίνεται ότι δεν ήταν ασυνήθιστα, συχνά με κάποιο ενέχυρο. Οι κοινότητες αλληλογνωριμίας εντός των οποίων δραστηριοποιούνταν οι καταστηματάρχες ως δανειστές, δεν περιορίζονταν στη γειτονιά: σε σκετσάκι του 1888, «ο τραπεζίτης μου εν μέραις χαλεπαίς», ο ήρωας ζητούσε δανεικά από έναν συμπατριώτη του παντοπώλη. Ο συγγραφέας πάντως σημειώνει ότι αναλογικά συνάντησε λίγες πληροφορίες για μαγαζάτορες της Αθήνας που δραστηριοποιούνταν ως τοκογλύφοι, σε αντίθεση με τον «μικρομπακάλη του χωριού» που «εξελίσσεται βαθμηδόν εις τοκογλύφον».
(«Ο πωλών επί πιστώσει και ο πωλών τοις μετρητοίς»: λιθογραφία αγνώστου καλλιτέχνη, πολύ συνηθισμένη στα καταστήματα)
Η υπερεργασία ως τίμημα για την αποφυγή της προλεταριοποίησης
Παράλληλα το βιβλίο σημειώνει ότι οι μικρές μονάδες αναπαράγοντας κυρίως χάρη στην εντατική εργασία του μάστορα, των μελών της οικογένειάς του και των μισθωτών υπαλλήλων του. Κάπως έτσι κατάφεραν οι συνοικιακοί βιοτέχνες που έφτιαχναν χειροποίητα παπούτσια να ισοφαρίσουν την μείωση των τιμών που επήλθε μετά την εισαγωγή μηχανών στα μεγαλύτερα υποδηματοποιεία κατά τον Μεσοπόλεμο, ενώ κάπως έτσι επιβίωναν και τα αρτοποιία. Αντίστοιχα τα μικρομάγαζα έμεναν ανοιχτά περισσότερες ώρες για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν τα μεγαλύτερα. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά δημοσιογράφου το 1904, ότι κατά το μνημόσυνο του Παύλου μελά έκλεισαν «ακόμα και τα τελευταία μικρομπακάλικα στου Ψυρρή».
Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις λοιπόν, δεν μπόρεσαν να απωθήσουν τις μικρές στο περιθώριο της αγοράς, σε ρόλους συμπληρωματικούς και όχι ανταγωνιστικούς. Η πληθώρα όμως των μικρών επιχειρήσεων έφτασε κάποια στιγμή ως μοντέλο στα όριά του.
(Φούρναρης, Κολωνάκι, μεταξύ 1915 και 1921 © ΕΡΤ Α.Ε., Φωτογραφικό αρχείο Πέτρου Πουλίδη. Αρ. φωτογραφίας 1520)
Ταξική συγκρότηση
Το 1910 ξεκίνησε μια σειρά από αλλαγές στο θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο. Μετά το αρχικό σοκ, οι μικροεπαγγελματίες προσαρμόζονται, αλλάζουν την έως τότε συλλογική τους οργάνωση και ξεκινούν να αναπτύσσουν μια καινούρια, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την επέκταση της σφαίρας της κρατικής παρέμβασης και μια πρώτη ωρίμανση του εργατικού κινήματος. Μέχρι το τέλος της εξεταζόμενης περιόδου έχουν αποκτήσει ένα αξιόλογο επίπεδο ταξικής συγκρότησης. Το 1925, τουλάχιστον στην Αττική, έχουν πετύχει αξιόλογη οργανωτική ανάπτυξη και έχουν κερδίσει νίκες που καθιστούν φανερή τη χρησιμότητά τους στους καταστηματάρχες και διασφαλίζουν την αυτόνομη παρουσία τους (ίδρυσαν το 1925 βιοτεχνικά και επαγγελματικά επιμελητήρια, απέκρουσαν φόρους και βελτίωσαν υπέρ τους τους όρους των κρατικών ρυθμίσεων στην αγορά). Επιπλέον, είχαν την πολυτέλεια της αποστασιοποίησης από τους αστούς, η οποία ήρθε να προστεθεί στις συνθήκες που παρήγαγαν τη μεγάλη αστάθεια κατά τον Μεσοπόλεμο.
(Μέλη επαγγελματικών σωματείων, με τις σημαίες τους, πριν τη συμμετοχή σε εκδήλωση, Μεσοπόλεμος © ΕΡΤ Α.Ε. Φωτογραφικό αρχείο Πέτρου Πουλίδη. Αρ. φωτογραφίας 17102)
Υπερεπαγγελματισμός
Τον Μεσοπόλεμο κυριαρχεί η παραδοχή ότι ο αριθμός των μικροεπιχειρήσεων υπερέβαινε κατά πολύ τις ανάγκες και αυτό δημιουργούσε προβλήματα, πρώτα και κύρια στις πιο μεγάλες και εδραιωμένες μονάδες του κλάδου. Συνέβαλλε σε αυτό και μια μάλλον πρόσκαιρη ιδεολογική στροφή προς τον «εξορθολογισμό» της οικονομίας και την ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς και οι δυσκολίες που δημιούργησε η σταθεροποίηση του νομίσματος μετά το 1927.
Ο υπερεπαγγελματισμός αποδίδεται στην τάση των Ελλήνων «προς την αυτοκέφαλον εργασίαν» και διατυπώνονται αιτήματα περιορισμού σε διάφορα επαγγέλματα, σε συντονισμό με τις ιδεολογικο-πολιτικές τάσεις στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το 1901, μια πρόταση για μέτρα μείωσης του ανταγωνισμού απευθυνόταν στους μάστορες και τα σωματεία τους. Το 1931, όμως, το σωματείο καταστηματαρχών κουρέων απευθυνόταν στο κράτος ζητώντας να θεσπιστεί η υποχρεωτική κατάθεση ενός χρηματικού ποσού από όποιον θα άνοιγε κουρείο.
Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, η αυξημένη εγρήγορση απέναντι στην πληθώρα των επαγγελμάτων στα 1928-30 δεν στερούνταν πραγματικής βάσης: δεδομένης της ισχύος του ιδεώδους της μικρής ιδιοκτησίας και της κοινωνικής ανόδου, η έμμεση –έστω- αμφισβήτησή του που σηματοδοτούσε η καταγγελία του υπερεπαγγελματισμού αποτελεί ένδειξη ότι η πυκνότητα των καταστημάτων και εν γένει των –τυπικά, έστω- ανεξάρτητων παραγωγών άγγιζε τα όρια που έθεταν οι δομές της ελληνικής οικονομίας.