33 χρόνια αργότερα γίνεται σειρά από την HBO και προκαλεί ένα κύμα πρωτόγνωρων αντιδράσεων, αυξάνοντας κατά 40% τον χαμηλό τουρισμό της περιοχής, φέρνοντας εκ νέου στην επιφάνεια μια νέα συζήτηση για το πώς αντιμετωπίζουμε την ιστορία.
26 Απριλίου του 1986. Η έκρηξη στον πυρηνικό αντιδραστήρα του τέταρτου ενεργειακού µπλοκ του πυρηνικού εργοστασίου του Τσερνόμπιλ στην ουκρανική πόλη Πρίπιατ, η μεγαλύτερη και πιο καταστροφική στην ιστορία της ανθρωπότητας του 20ού αιώνα, 33 χρόνια αργότερα γίνεται σειρά από την HBO και προκαλεί ένα κύμα πρωτόγνωρων αντιδράσεων.
Το ατύχημα που ενέπνευσε τη σειρά “Chernobyl” καθηλώνει εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο, σε πολλούς από αυτούς μαθαίνει ξανά την ιστορία που δεν είναι πολύ μακρινή.
Με τη σειρά να παίρνει την υψηλότερη βαθμολογία στην ιστορία των σειρών στο imdb και να συζητιέται σαν θέμα της ημέρας ανάμεσα σε ένα απίστευτα μεγάλο κοινό, με τους φανατικούς θεατές να κλείνουν θέση για το Τσερνόμπιλ για να βγάλουν μια σέλφι στα βιομηχανικά ερείπια, αυξάνοντας κατά 40% τον χαμηλό τουρισμό της περιοχής, φέρνει εκ νέου στην επιφάνεια μια νέα συζήτηση για το πώς αντιμετωπίζουμε την ιστορία.
Σε μία περιοχή που ακόμα διατηρεί επικίνδυνες τιμές ραδιενέργειας, όπως και στα στρατόπεδα εξόντωσης ή στο μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο, οι τουρίστες έχοντας -έστω- την ελάχιστη ενημέρωση δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίσουν με άλλο τρόπο τις σελίδες της ιστορίας που καταγράφονται μέσα από τις προσωπικές μαρτυρίες, αφού η επίσημη ιστορία έκανε τα πάντα για να τις υποβαθμίσει και να τις αποκρύψει.
Ήρωες της σειράς είναι οι άνθρωποι που προσπάθησαν να κατανοήσουν τα φοβερά γεγονότα και τα οποία αφηγούνται με απίστευτη αξιοπρέπεια δέκα χρόνια αργότερα στη βραβευμένη με Νόμπελ συγγραφέα Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, -η οποία ενέπνευσε τον δημιουργό της σειράς Γκρεγκ Μάζεν-, τις επόμενες ώρες, ημέρες και χρόνια και τις απίστευτες επιπτώσεις του γεγονότος στη ζωή τους.
Η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς δέκα χρόνια μετά την έκρηξη περιπλανήθηκε στην απαγορευµένη ζώνη –όχι χωρίς τίµηµα και για τη δική της υγεία–, µίλησε µε δεκάδες ανθρώπους, έψαξε αρχεία εφηµερίδων, ληξιαρχείων, νοσοκοµείων, αναζήτησε στην άλλοτε σοβιετική επικράτεια τα νήµατα των απωλειών.
Εκατό από αυτές τις µαρτυρίες αποτέλεσαν το βιβλίο της: µιλούν άντρες, γυναίκες, παιδιά, χωρικοί, στρατιώτες, µαθητές, πυροσβέστες, επιστήµονες, µελλοθάνατοι και συγγενείς µελλοθανάτων, µητέρες που γέννησαν παραµορφωµένα παιδιά, µαθητές που δε συναντιούνται πια στο σχολείο µα σε µονάδες λευχαιµικών ασθενών, αγρότες που ξεριζώθηκαν από την απαγορευµένη ζώνη, γονιοί που θάψαν τα παιδιά τους, γυναίκες που είδαν τους άντρες τους να λιώνουν ζωντανοί πριν πεθάνουν, γέροντες που αναθυµούνται τις παλιές προφητείες, κορίτσια που κρύβουν την καταγωγή τους, γιατί αν την αποκαλύψουν δε θα βρουν σύντροφο στη ζωή τους.
«Μαγνητοφωνώντας τους, είχα την αίσθηση πως ηχογραφώ το µέλλον», γράφει η Αλεξίεβιτς στο βιβλίο της.
Η Αλεξίεβιτς ήταν η νικήτρια-έκπληξη του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2015. Η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς είναι πριν από όλα μια σπουδαία ακτιβίστρια που μάχεται για την ελευθερία της έκφρασης, των δικαιωμάτων και της πολιτικής αυτονομίας.
Με το βιβλίο της «Τσερνόμπιλ, ένα χρονικό του μέλλοντος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, επανακαθορίζει την έννοια της λογοτεχνίας της μαρτυρίας, όπως η Άννα Φρανκ και ο Πρίμο Λέβι, δίνοντας νέα διάσταση στο γραµµατολογικό είδος της λεγόµενης τεκµηριωτικής πεζογραφίας.
Με το σπαρακτικό βιβλίο της, με αυτή την περιπλάνηση στην απαγορευμένη ζώνη της περιοχής και τις μαρτυρίες των ανθρώπων έρχεται να δικαιώσει τον Elie Wiesel, που υποστηρίζει ότι ο 20ός αιώνας είναι ο αιώνας της μαρτυρίας, ή αλλιώς της φωνής των ανώνυμων που υπήρξαν θύματα ιστορικών γεγονότων που υπονόμευσαν στο έπακρο τις αξίες του πολιτισμού μας, όπως το Ολοκαύτωμα, τα Γκουλάγκ, οι πολεμικές επιχειρήσεις αμάχων, οι οικολογικές καταστροφές.
Η Αλεξίεβιτς με το «Τσερνόμπιλ: Ένα χρονικό του μέλλοντος» μας παραδίδει ένα χρονικό για το μέλλον. Συγκεντρώνει 100 μαρτυρίες από γυναίκες παιδιά, γέροντες.
Είναι οι άνθρωποι που δέκα χρόνια μετά το τρομερό ατύχημα της 26ης Απριλίου του 1986 στον πυρηνικό σταθμό της περιοχής, έχουν δει ανθρώπους να λιώνουν ζωντανοί. Υπάρχουν παραμορφωμένα παιδιά, μελλοθάνατοι και συγγενείς μελλοθανάτων, λευχαιμικοί μαθητές, αγρότες που ξεριζώθηκαν, κορίτσια που κρύβουν την καταγωγή τους για να μην τα αποφεύγουν.
Το ψηφιδωτό των ανθρώπων μοιάζει με ζοφερή σκηνή μιας προφητείας για την καταστροφή του κόσμου. Οι απάνθρωπες συνθήκες μέσα στις οποίες η Αλεξίεβιτς δημιουργεί, οργανώνουν ένα εντελώς καινούργιο επίπεδο ανάγνωσης. Προηγείται το τεκμήριο και η βιωματική εμπειρία.
Εδώ έρχεται η συγγραφέας και ρίχνει τη ματιά της. Με όπλο τον ανθρωπισμό κατασκευάζει ένα υψηλού επιπέδου συγγραφικό έργο. Αποκαθιστά τη χαμένη τιμή της δοκιμιογραφίας ως συγγραφικού είδους.
Για την Αλεξίεβιτς, το να μιλά για τις μητέρες των σοβιετικών στρατιωτών που πολέμησαν στο Αφγανιστάν, τις γυναίκες που πολέμησαν στον Β’ παγκόσμιο Πόλεμο, το να μιλά για τα θύματα των πολέμων, των βίαιων κοινωνικών αλλαγών και των καταστροφών είναι όπως λέει η ίδια «η ιστορία των αισθημάτων, του πνεύματος, της ανθρώπινης εμπειρίας».
Τα βιβλία της ήταν απαγορευμένα για χρόνια στη Ρωσία και μόνο επί Γκορμπατσόφ επανήλθαν στην κυκλοφορία.
To Τσερνόμπιλ: Ένα χρονικό του μέλλοντος θεωρείται σήμερα ένα από τα σημαντικότερα βιβλία μαρτυριών που έχουν γραφτεί ποτέ. Ένα σπαρακτικό πικρό βιβλίο, όμοιο με το βιβλιάριο της Αποκάλυψης. Οι μαρτυρίες που ακολουθούν το αποδεικνύουν περίτρανα:«Στην αρχή κανείς δεν πήρε το γεγονός στα σοβαρά.
Στην ουσία όμως επρόκειτο για ένα αληθινό πόλεμο.
Κανείς μας δεν ήξερε τίποτα. Έπρεπε να εκκενώσουμε την περιοχή. Δε μπορείτε να φανταστείτε τι γινόταν στους σταθμούς των τρένων. Σπρώχναμε τα παιδιά να μπουν από τα παράθυρα. Επιτηρούσαμε ατέλειωτες ουρές στα εκδοτήρια των εισιτηρίων, στα φαρμακεία όπου προμηθεύονταν ιώδιο.
Στις ουρές βρίζονταν και μάλωναν. Έσπαγαν τις βιτρίνες των καταστημάτων που πουλούσαν αλκοόλ και έκλεβαν».«Είμαι στρατιωτικός. Ο μισθός μου ήταν τότε 400 ρούβλια και εκεί με πλήρωναν 1000. Πετάγαμε δίπλα στον αντιδραστήρα.
Ένας μετρητής Γκάιγκερ μετρούσε τη ραδιενέργεια. Τη νύχτα πετούσα δυο ώρες πάνω από τον αντιδραστήρα. Κινηματογραφούσαμε τη μονάδα με υπέρυθρο φιλμ και τα κομμάτια του γραφίτη εμφανίζονταν στο αρνητικό σαν να είχαμε εκθέσει το φιλμ στο φως.
Ένας επιστήμονας μου είπε: Γιατί πετάς αγόρι μου χωρίς προστασία; Γιατί καταστρέφεις τη ζωή σου; Πρέπει να φτιάξετε μολυβένιες ασπίδες προστασίας.
Αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε τι κάναμε τρία χρόνια μετά… ένας από εμάς αρρώστησε και μετά ένας άλλος. Ο πρώτος πέθανε ο δεύτερος τρελάθηκε ενώ ο τρίτος αυτοκτόνησε.
Τότε τα χρειαστήκαμε. Δε νομίζω πως θα καταλάβουμε τι έγινε στο Τσερνόμπιλ παρά είκοσι τριάντα χρόνια μετά».
«Η γυναίκα μου πήρε το μωρό κι έφυγε. Η σκύλα. Δε θα πάω να κρεμαστώ όμως όπως έκανε ο Ιβάν Κοτόφ. Ούτε θα πηδήξω από τον έβδομο όροφο. Την πουτάνα. Όταν γύρισα από το Τσερνόμπιλ με μια βαλίτσα χρήματα αγοράσαμε αυτοκίνητο, της άρεσε. Δε φοβόταν… Τη σκύλα, με φοβάται, λέει. Πήρε και το παιδί μαζί της.
Ποτέ δε θα μάθουμε πόσα ρέντγκεν είχε δεχτεί ο καθένας μας γιατί είναι στρατιωτικό μυστικό. Τι να πούμε στους γιατρούς; Πώς θα μας κάνουν καλά; Αφού δεν ξέρουν τίποτα».
Ποτέ δε θα μάθουμε πόσα ρέντγκεν είχε δεχτεί ο καθένας μας γιατί είναι στρατιωτικό μυστικό. Τι να πούμε στους γιατρούς; Πώς θα μας κάνουν καλά; Αφού δεν ξέρουν τίποτα».
«Η κόρη μου δε μοιάζει με τα άλλα παιδιά… Όταν μεγαλώσει θα με ρωτήσει “Γιατί δεν είμαι σαν όλους τους άλλους;” Όταν γεννήθηκε δεν ήταν ένα κανονικό νεογέννητο, αλλά ένας ζωντανός σάκος, κλειστός από όλες τις πλευρές, χωρίς ούτε ένα ράγισμα. Μόνο τα μάτια της ήταν ανοιχτά. Στον ιατρικό της φάκελο έγραψαν Σύνθετη παθολογία εκ γενετής: απλασία του κόλπου, απλασία του αριστερού νεφρού.
Με απλές λέξεις λέγεται: δεν έχει πιπί, δεν έχει ποπό, κι έχει μόνο ένα νεφρό. Τα νεογέννητα με τέτοια παθολογία δεν επιζούν. Δεν πέθανε όμως γιατί την αγαπώ. Είναι το μόνο παιδί που επέζησε στη Λευκορωσία με τέτοια σύνθετη παθολογία.
Άκουσα τους γιατρούς να σχολιάζουν: αν το δείχναμε στην τηλεόραση, καμιά γυναίκα δε θα ήθελε να κάνει παιδιά.«Λίγο μετά αρχίσαμε να παρατηρούμε τα πουλιά. Όσο υπήρχαν σπουργίτια και περιστέρια στην πόλη, σήμαινε ότι η περιοχή ήταν κατοικήσιμη.
Αν έφευγαν ή ακόμα χειρότερα πέθαιναν, θα σήμαινε πως η πόλη μας ήταν κι αυτή μολυσμένη… Μια μέρα βρισκόμουν σε ένα ταξί, όταν ξαφνικά ο οδηγός άρχισε να αναρωτιέται γιατί τα πουλιά έπεφταν στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, λες και ήταν τυφλά. Λες και είχαν τρελαθεί, λες και αυτοκτονούσαν. Αναρωτιέμαι γιατί γράφονται τόσο λίγα για το Τσερνόμπιλ.
Γιατί οι συγγραφείς μας επιμένουν να ασχολούνται με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τον πόλεμο και δεν ασχολούνται με αυτό. Γιατί απλούστατα δεν μπορούμε να το συγκρίνουμε με καμία άλλη ανθρώπινη εμπειρία ή με οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας».«Τσερνόμπιλ.
Για όλους εμάς δε θα υπάρχει άλλος κόσμος. Καταλαβαίνουμε τώρα πως δεν υπάρχει διαφυγή. Έχουμε μια εντελώς διαφορετική εικόνα του κόσμου. Είμαστε μια χαμένη γενιά που ξεπροβάλλει από τον πόλεμο. Μια μπερδεμένη γενιά που ζει αγκαλιά με το Τσερνόμπιλ. Είμαστε χαμένοι, άοπλοι στη συμφορά.
Η μοναδική μας σταθερή αναφορά είναι ο ανθρώπινος πόνος. Το ανεκτίμητο κεφάλαιό μας…».