Αποχαιρετισμός (1957)
(Απόσπασμα 1)
(Ο Γρηγόρης Αυξεντίου αποκλεισμένος στη
σπηλιά της Μονής Μαχαιρά)
ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ πια τα ψέματα-δικά μας και ξένα.
Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δε μπορείς
πια
να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνος ή φτέρη
ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει.
Κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω,
να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ-(για ποιόν;
Για μένα; Για τους άλλους;) Πρέπει.
Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατο μου μια
ύστατη γνώση,
ή γνώση του θανάτου μου, για να μπορέσω να
πεθάνω.
Οι άλλοι τέσσερις έφυγαν. Στο καλό. Τι
ησυχία –
Σα νάναι εδώ να γεννηθεί ένα παιδί ή να
πεθάνει ένας μάρτυρας και περιμένεις
ν’ ακουστεί μια πελώρια κραυγή (ή
του παιδιού ή του Θεού), μια κραυγή πιο
τρανή απ’ τη σιωπή
που θα ρίξει τα τείχη του πριν, του
μετά και του τώρα, να μπορέσεις
να θυμηθείς, να μαντέψεις, να ζήσεις μαζί,
μες σε μιαν άχρωμη στιγμή, τα πάντα. Όμως τίποτα.
Μαρμαρωμένη ησυχία,- μ’ όλο που ακούγονται
οι ντουφεκιές κ’ οι φωνές-πόσο ξένα, δεν
ακούγονται, χαράζονται
στεγνά σαν σύρματα κομμένα ή σα νερά που
κρυστάλλωσαν πριν πέσουν
και μένουν σ’ ένα ξένο χώρο, σταματημένα
κ’ αιχμηρά. Τι ησυχία,-
μ’ όλο που ακούγεται η έλευση της φωτιάς.
Δεν είναι ώρα πια για πίσω-
Πίσω και πλάι και πάνω, το φράγμα της
πέτρας, μπροστά
ένας μικρός ή ο ατέλειωτος θάνατος,
στη μέση
(στη μέση;) εγώ.-Ποιός εγώ;-Τι είναι
ένας άνθρωπος κλεισμένος στη φωτιά και
στην πέτρα, που η μόνη του διέξοδος:
ένας τμηματικός ή ολόκληρος θάνατος;
Πρέπει να τον γνωρίσω. Δεν προφταίνω.
ΙΣΩΣ και να μπορούσα να γλυτώσω.
Ίσως μπορούσα
Ν’ αντέξω την καταφρόνια ή τη συγνώμη ή
και την λησμονιά των άλλων. Όμως εγώ θα μπορούσα
να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε
μαζί; κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας; Θα μπορούσα
να βολευτώ στον ίσκιο μιας γωνιάς με
σταυρωμένα τα χέρια γύρω στα σταυρωμένα γόνατα
σα μνησίκακη, μεμψίμοιρη ή αμέτοχη αράχνη
που πλέκει μόνο με το σάλιο της τα δίχτυα
της;
Ίσως μπορούσε, κι έτσι ακόμη, νάταν
όμορφα-
μια πεταλούδα παραπλανημένη ίσως θαρχόταν
κάποτε να καθίσει στα κάγκελα του παραθύρου
παίζοντας αόριστα, όχι για μένα, (μα ίσως
και για μένα), τη δίδυμη λεπτή σημαιούλα της
μια γραμμή φως ίσως περνούσε απ’ τη
χαραματιά της πόρτας σαν το μικρό δαχτυλάκι μιας φίλης
που τραβάει επιτιμητικά μια γραμμή στη
σκόνη του τραπεζιού σου με τα τεφτέρια σου.
Η φωνή ενός παιδιού-δε μπορεί- θ’
ακουγόταν στα χωράφια ένα απόγευμα
Κ’ η ματιά μιας γυναίκας που ονειρεύεται
χαμογελώντας-η ματιά της, χαμένη στο βράδυ, θα σ’ άγγιζε,
η ματιά μιας γυναίκας που δε σε είδε και
την είδες.
Ίσως και νάταν καλά. Ένας γλόμπος που θ’
άναβε νωρίς μπροστά στην καγκελόπορτα της φυλακής σου
μες στο ρόδινο ανοιξιάτικο δείλι,
θάταν ίσως
τούτος ο γλόμπος η απαλή καμπύλη ολόκληρης
ακρογιαλιάς, θα μαζεύονταν πάνω του τα έντομα
σαν τα μικρά καΐκια σ’ ένα λιμανάκι του
νησιού μας.
Παντού μπορείς να ταξιδέψεις κι ασάλευτος.
Μονάχα η τελευταία ακινησία : αταξίδευτη.
Δε μπόρεσα να φύγω.
Δε χωρούσα. Ήταν η έξοδος στενή. Μούλειψε
και το θάρρος
Μήπως και δεν μπορέσω να πεθάνω. Συγχωράτε
με.
Ίσως οι τέσσερις σύντροφοι μου νάταν πιο
δυνατοί από μένα-δηλαδή πιο ειλικρινείς.
Εγώ ήμουν αδύναμος : Ντράπηκα.
…………………………….
(Απόσπασμα 2)
ΠΟΤΕ δεν θα μπορούσα να πιστέψω πως η
στενότητα μιας σπηλιάς
Μπορούσε νάχει τόση ευρυχωρία, μπορούσε να
χωρέσει
την πατρίδα με τις ελιές της, τα’
ακρογιάλια της, τα βάσανα της,
με τα καΐκια της μ’ ολάνοιχτα πανιά στον
αντρίκιο αγέρα της,
τον κόσμο με τα φλάμπουρα του, τα όνειρα
του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα.
Ανασαίνω, μέσα σ’ αυτή τη πέτρινη σήραγγα
που η έξοδος της
είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου. Το ξέρω
:
από δω, κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες
στον κόσμο. Μην κλαίτε.
Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ, πως είναι δυνατή
η ελευθερία. Γεια σας.
Τούτη την ώρα δεν τρομάζω τα μικρά ή
μεγάλα λόγια-
μπορώ να σκουπίσω τα μάτια μου στη σημαία
μας,
μια και το ξέρω : στην απόλυτη στιγμή μου,
μες απ’ το στόμιο του θανάτου οι
συναγωνιστές μου
θα παραλάβουν απ’ τα χέρια μου φλεγόμενη
τη σημαία του ανένδοτου αγώνα, φλεγόμενη
σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το
άπειρο και το θάνατο,
σαν άσβηστη δάδα μέσα σε όλες τις νύχτες
των σκλάβων, φλεγόμενη η σημαία μας
σα μέγα αστραφτερό δισκοπότηρο για την
Άγια Μετάληψη του Κόσμου.
Μπορώ λοιπόν να επαναλάβω :
«Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα
και το αίμα μου
– το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη
Αυξεντίου,
ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ’ το χωριό
Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα,
πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα
μόνο γράμματα
όσα να φτιάχνουν τη λέξη ε λ ε υ θ ε
ρ ί α»
και που σήμερα, 2 του Μάρτη 1957, κάηκε
ζωντανός στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά
και σήμερα ακριβώς, 2 του Μάρτη, μέρα
Σάββατο – μην το ξεχάσετε, σύντροφοι –
στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και 3
πρώτα λεπτά,
γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα
ματωμένα γόνατα της πλάσης.
Πέτρινος χρόνος (1957)
Πιάνουμε μια κουβέντα — κόβεται στη μέση.
Πάμε να χτίσουμε έναν τοίχο — δε μας
αφήνουν να τελειώσουμε.
Και το τραγούδι μας κομμένο.
Όλα τ’ αποτελειώνει ό ορίζοντας.
Πάνω απ’ τα αντίσκηνα περνάνε τα
μπουλούκια των άστρων
κάποτε κουρασμένα, κάποτε πικραμένα,
ωστόσο σίγουρα
για το δρόμο τους, για το δρόμο μας.
Κι ή μέρα, ακόμα κι ή πιο άδικη, σου
αφήνει στην τσέπη
μιαν ασπρογάλαζη σημαιούλα απ’ τη γιορτή
της θάλασσας,
σου αφήνει στο στόμα μια γουλιά ξάστερο
αγέρα,
σου αφήνει στα μάτια το ευχαριστώ δυό
ματιών
πού κοίταξαν μαζί σου την ίδια πέτρα,
πού μοιράστηκαν δίκαια τον ίδιο πόνο, το
ίδιο σύγνεφο, τον ίδιον ίσκιο.
Όλα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι,
το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό,
την ελπίδα
τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε
απλά κι όμορφα — πολύ όμορφα —
σα ν’ ανοίγουμε μια πόρτα το πρωί
και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον
κόσμο.
Οι γειτονιές του κόσμου (1949-1951)
Στον Μάρκο Αυγέρη
Γ΄ (Απόσπασμα)
ΕΡΧΟΤΑΝ η άνοιξη.
Μια δυνατή κραυγή ανηφόριζε μέσα στη νύχτα
όπως ανηφορίζει η σκοτεινή κραυγή της
βλάστησης μες απ’ το χώμα.
Οι φίλοι μας φεύγαν την αυγή.
Το βράδυ δεν ματάρχονταν. Ξέραμε.
Σφίγγαμε την καρδιά μας σαν γροθιά. Δεν
κλαίγαμε.
Σφίγγονταν κι οι καρποί στα δέντρα.
Χρειάζονταν πολλή
πολλή αγάπη ανάμεσα μας, πολλή προσοχή
για να μην ακούγεται ο θάνατος που
σεργιανούσε στα βήματα μας.
Τα χτεσινά λόγια, τα ίδια λόγια
βάραιναν πιότερο στα χείλη. Στρώσε το
κρεβάτι.
Συγύρισε μια στάλα το σπίτι,
τώρα που θα ‘ρθει η άνοιξη να μη μας εύρει
άνω-κάτω.
Η Μαρία έλεγε: «Μη φοβάσαι, θ’ ανθίσουνε
τα δέντρα.
Α, ναι, θ’ ανθίσουνε. Νάτη στο μεσοπόρτι
σκυμμένη κιόλας η Άνοιξη. Μη φοβάσαι.
Η άσπρη στοργή ενός πιάτου στο τραπέζι.
Λίγο ψωμί που το μοιράζονται δυο.
Ένα όνειρο που το μοιράζονται όλοι.
Η πιατοθήκη γίνεται μια μικρή σκάλα
που ανεβοκατεβαίνει αμίλητη η έγνοια του
σπιτιού.
Αχ, να ‘ταν ήσυχη η καρδιά του ανθρώπου
να ‘ταν ήσυχα το βράδυ τ’ αστέρια
πάνου στη σιγαλιά
όπως είναι τα πλυμένα ποτήρια πάνω στο
ράφι.
Θα πρέπει να αγαπιόμαστε πολύ,
γιατί ‘ναι πολύ θάνατος μέσα στα σπίτια
και στους δρόμους
και πάντα είναι ένας θάνατος μέσα στον
ίσκιο μας
κι αύριο μπορεί να ‘ναι πια αργά για να
πεις σ’ αγαπώ.
Μα οι σύντροφοι προφταίνανε να δώσουν το
παρών στην ελπίδα του κόσμου
τινάζαν τη καρδιά τους σαν χειροβομβίδα
κατάμουτρα στο θάνατο
και πάντα ήταν νωρίς για όλη τη ζωή και
για όλη την αγάπη.
Ερχόταν πάλι η άνοιξη στις γειτονιές του
κόσμου.
Μεγάλες ειδήσεις χτυπούσαν τα φτερά τους
στον ορίζοντα.
Μες απ’ τον θάνατο οι καρδιές
χειροκροτούσανε τον ήλιο.
Ήταν πολύς ο θάνατος. Έπρεπε ν’
αγαπιόμαστε πολύ.
«Σύντροφε κράτα μου το χέρι.
Και να με λες σύντροφο, σύντροφε.
Θε μου τι απέραντος που ‘ναι ο κόσμος .
Ω, αλήθεια θα δουλέψουμε πολύ,
θα κουραστούμε,
μπορεί να τσακιστούμε κιόλας». Ο Αλέκος
είπε:
«Φτάνει να μου κρατάς το χέρι,
φτάνει να με λες σύντροφο,
και τότες το βράδυ που θα γυρνάμε απ’ τη
δουλειά-
φτάνει να μου κρατάς το χέρι,-
και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι κοντά μας και
θα γυαλίζουν
όπως τα μπρίκια κι οι κατσαρόλες στην
κουζίνα της θειάς-Καλής,
εκεί που μαζευόμαστε τις παράνομες
Κυριακές μας και κουβεντιάζαμε για το μέλλον,
και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι φιλικά και
χαμογελαστά
σαν τα κουμπιά στο μπλουζάκι της συντρόφισσας
Μαρίας
κείνο το βράδυ που μας έφερε τα νέα για τη
κατάληψη των Μεταλλείων του Δομοκού απ’ τον ΕΛΑΣ,
και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι δικά μας, θα
‘ναι χαρούμενα και δυνατά
σαν τα πλήκτρα κείνης της γραφομηχανής
όπου γράφαμε
το χρονικό της λευτεριάς τις πρώτες μέρες
της Αντίστασης.
Φτάνει να μου κρατάς το χέρι.
…
Υδρία (1957-1958)
Στη Φωτεινούλα Φιλιάκου
ΧΧΧVΙ
Δε θέλω το τραγούδι,
δεν το θέλω. Φοβάμαι.
Φοβάμαι το τραγούδι
μη και με χωρίσει
απ’ ότι τραγουδώ
μη μου πάρει τον καημό
μη μ’ αφίσει μόνο μες στον κόσμο,
μη με ξεχωρίσει
απ΄την πέτρινη μητέρα
απ’ τον πέτρινο πατέρα
που σε κλαίνε, Φωτεινούλα,
_αχ, πως σε κλαίνε, πως σωπαίνουν_
είδες πέτρινες φωνές
μες στα μάτια γκρεμισμένες;
Με τα ίδια μάτια, με τα ίδια δάκρυα
θέλω να σε κλαίω κ’ εγώ
μήτε πιο μεγάλα μήτε πιο μικρά,
ίδια δάκρυα πέτρινα
που κυλάν πικρά
στο γκρεμό-γκρεμό
δίχως ν’ ακουστούνε
δίχως να χτιστούνε
στην τραχειά κατηφοριά
στο βουνό γκρεμό.
Αχ, φοβάμαι το τραγούδι
μη και με χωρίσει
απ’ ότι τραγουδώ
μη και με χωρίσει από τον πόνο
κι απ’ τον κόσμο. Τι να πω;
Συντροφιά μου θέλω
τους φτωχούς, τους ταπεινούς
κείνους που δεν ξέρουν
παρά μόνο να μοχτούν,
κείνους που δεν ανεβήκαν
πάνω από τη μοίρα
_που ν’ ανέβεις;
και ποια μοίρα;
Κείνους που παλεύουν
στήθος-στήθος με τη μοίρα,
που πατάν βαριά τη γη,
τόνα πόδι λύπη
τα’ άλλο οργή.
Τ’ άγριο μάτι σκύβουν
τ’ άγριο μάτι υψώνουν
στ’ άδικο, καρφί,
τα΄να μάτι μίσος
τα’ άλλο τους στοργή.
Κι΄η φαρδύστερνη σιωπή τους
που στριμώχνει στη γωνιά
τη Σκιά
που στριμώχνει κάθε χάρο
μες στη ζωή κ’ έξω απ’ τη ζωή,
βόγγος και σφυρί.
Και γω πιο κει
σε μια γωνιά
την πιο σκιερή,
να λέω μονάχα:
Φωτεινούλα.
Με σιωπή.
Και κείνοι να καταλαβαίνουν
κλάμα και σιωπή.
Νάναι το χέρι τους στον ώμο μου.
το χέρι τους που δούλεψε
με το σφυρί
σφυρί,
μια δυνατή σφυριά στο θάνατο
μια δυνατή σφυριά στη μοίρα
και στη σιωπή.
Αχ, Φωτεινούλα,
όταν ένα παιδί πεθαίνει
καθένας χάνει ένα παιδί,
όταν πεθαίνει το παιδί μας
πεθαίνουν όλα τα παιδιά μαζί.
_Τι μένει Φωτεινούλα;
_Το παιδί.
Αχ, Φωτεινούλα,
γυρίζεις σε όλα τα παιδιά μαζί,
ζωή.
Αχ, καλέ μου, αχ ακριβέ μου
βάλε το πόνο σου κι εσύ
πάνω στο δικό μου
ν’ αλαφρώσουμε κ’ οι δυο,
βάλε κι εσύ ένα χέρι
να στήσουμε ένα αστέρι
στη φτωχιά μας γειτονιά
στον πικρό μας ουρανό.
Σχήμα της απουσίας
Ι
Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση,
λυπημένο, αμίλητο
όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που
πουλήθηκε κάποτε
σε δύσκολες ώρες,
και στη γωνιά της κάμαρας, εκεί που
στέκονταν το βάζο,
απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα
του βάζου, αμετάθετο,
ν’ αστράφτει διάφανο στην αντηλιά, όταν
ανοίγουν πότε-πότε
τα παράθυρα,
και μέσα στο ίδιο βάζο, πούχει αλλάξει την
ουσία του
με ίδια κ’ ισόποσην ουσία απ’ το κρύσταλλο
του άδειου,
μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα,
λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό
μονάχα.
Πίσω απ’ το βάζο διακρίνεται το χρώμα του
τοίχου
πιο σκοτεινό, πιο βαθύ, πιο ονειροπόλο,
σα νάμεινε η σκιά του βάζου σχεδιασμένη σε
μια σαρκοφάγο ―
Kαι, κάποτε, τη νύχτα, σε μιαν ώρα σιωπηλή,
ή και τη μέρα, ανάμεσα στις ομιλίες,
ακούς βαθιά σου κάποιον ήχο οξύ, πικρό και
πολυκύμαντο
σάμπως ένα αόρατο δάχτυλο να έκρουσε
κείνο το απόν, ευαίσθητο, κρυστάλλινο
δοχείο.
ΙΧ
Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη
της, τη ζωή της,
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται,
γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που
ρυτιδώνει λίγο-λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό
μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά
της_
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί
μας, κι απομένει σε ότι αφήνουμε.
Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση
και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ότι γίνεται κείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την
ευθύνη.
Ανυπόταχτη πολιτεία (1952-1953)
(Απόσπασμα)
ΧΙΧ
Καλημέρα, αγαπημένη πολιτεία. Καλημέρα.
Μέσα στη συγνεφιά του κόσμου ένα πράσινο
φύλλο
κι ένα άλλο
κι ένα άλλο
χιλιάδες φύλλα σπαθίζουν τη σκιά
φέγγοντας τα όνειρα των πεινασμένων
ζητωκραυγάοντας τη ζωή μπροστά στα
κάγκελα.
Εμπρός. Εμπρός.
Η άνοιξη με τα μαλλιά της μουσκεμένα
με τα γυμνά της πόδια μες στη λάσπη
ανοίγει δρόμο ανάμεσα στους σκοτωμένους
αναμερίζει με τα δυο της χέρια τη βροχή
σα ν’ ανοίγει δυό φαρδιά παντζούρια στο
πρωϊ του κόσμου.
Εμπρός, εμπρός, εμπρός.
Όλα τα δέντρα πρασινίζουνε μες στων
αγωνιστών τα μάτια.
Εμπρός. Τα βήματα της ζωής αναρίθμητα.
Εν-δυο,εν-δυο-εν-δυο.
Α, πολιτεία ανυπόταχτη,
πάντα στην ώρα σου στο συνωμοτικό ραντεβού
των μεγάλων στιγμών
εκεί στην αυστηρή γωνιά της ιστορίας
όπου οι λαοί σφίγγουν τα χέρια στο δοσμένο
όρκο τους-πάντα στην ώρα σου.
Η πολιτεία μας είναι δώ.
Είναι παντού η πολιτεία μας.
Κουρελιασμένα πρόσωπα
ένα καταφαγωμένο χαμόγελο
_τα βράδια τους είδαμε ορθούς
μπροστά στο γκρεμισμένο κατώφλι τους
ν’ αποστηθίζουν τους αιώνες. Μες στη φωνή
τους ανασαίνει η πολιτεία μας.
Μια νέα κοπέλα καταμόναχη στο λαϊκό
ζαχαροπλαστείο
δαγκώνει βουβά το μαντήλι της
μην ταπεινώσει τον κόσμο με την πείνα της.
Μες στο μαντήλι της είναι διπλωμένη η
πολιτεία μας.
Έξω απ’ τη μάντρα του μηχανοστάσιου οι
εργάτες καθισμένοι στο χώμα,
στα γόνατα τους μια φαντή πετσέτα με
γαλάζια καρώ
_τρώνε το μεσημεριανό τους.
Σκυφτοί οι εργάτες με τα μάτια τους
χαμηλωμένα
για να κοιτάζουνε μακριά. Σε τούτη τη καρώ
σημαία λάμπουν σχεδιασμένα
όλα τα τετράγωνα της πολιτείας μας και των
ονείρων μας.
Κάτου απ’ το Υπουργείο της Εργασίας οι
απεργοί.
Ψωμί. Ψωμί. Η φωνή τους σπρώχνει τα πλευρά
των τοίχων_
φαρδαίνει η πολιτεία μας.
Λαός συγκεντρωμένος την πλατεία της
Ομόνοιας.
Ειρήνη. Ειρήνη. Το εμβατήριο. Εμπρός.
Ένα δάσος χέρια. Ένας στόλος χέρια.
Ψηλά η σημαία της πολιτείας μας. Ψηλά.
Η πολιτεία ανεβαίνει στο φως σαν
υποβρύχιο.
Ο ήλιος λάμπει στους ώμους της.
Κανένας δεν πεθαίνει εδώ πέρα.
Τραγουδήστε τη πολιτεία μας. Τραγουδήστε
την.
Πάντα στην ώρα της. Πάντα στην ώρα μας.
Τραγουδήστε.
Παρών. Παρών. Παρών.
Φτωχές γειτόνισσες με μεγάλα ψαλίδια
κόβουν τα σύγνεφα στ’ αχνάρι ενός
παγκόσμιου γέλιου. Το εμβατήριο πλησιάζει.
Δεν έχουν καιρό πια να κλάψουν.
Κ’ οι σκοτωμένοι μας δεν έχουν καιρό να
πεθάνουν_
δένουνε βιαστικά με τ’ όνειρο τη λαβωματιά
τους
και παίρνουνε θέση στο χαράκωμα. Παρών.
Παρών. Παρών.
Ένας ανεμίζει το κομμένο του πόδι,
άλλος πυροβολεί απ’ την πολεμίστρα της
πληγής του_
αυτός του λείπουν και τα χέρια και τα
πόδια_
πιάνεται με τα δόντια του απ’ τον κρίκο
του ήλιου. Παρών.
Τραγουδήστε την πολιτεία μας. Τραγουδήστε
την_ακόμα
τούτη την άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι_
Τούτο το καλοκαίρι είναι τραχύ κ είναι
όμορφο
περιδιαβάζοντας όξω απ’ τα υφαντουργεία
και τις φάμπρικες
μοιράζοντας τις προκηρύξεις του ήλιου.
Τούτο το καλακαίρι σαν τον μαραγκό
κρατάει στα χέρια ένα μεγάλο ξύλινο μέτρο
με τους πόντους χαραγμένους καθαρά απ’ το
νύχι της ελπίδας
να μετράει το μπόι των παιδιών που
μεγαλώνει
να μετράει την απόσταση από καρδιά σε
καρδιά που μικραίνει.
Ξέρουμε_πίσω απ’ το ψωμί καρδιοχτυπούν
μυριάδες φώτα_μας περιμένουν.
Ξέρουμε_ πριν απ’ το ψωμί δεν είναι φως.
Τραγουδήστε.
Παρών. Παρών. Παρών.
Η
αρχιτεκτονική των δέντρων (1958)
Ποιός άνεμος μετέφερε τούτα τα αγάλματα
κρατώντας τα με δυο πελώρια χέρια κάτω άπ’
τις μασχάλες
αυτά τα πιθάρια με τη στρογγυλή
αυτοπεποίθηση
αυτά τα δοχεία του λαδιού και του κρασιού
αύτη την πετρωμένη ευγένεια των αμφορέων
όπου ή ελληνική ομορφιά έχει χαράξει με το
μικρό της δάχτυλο
το στέρεο τρίγωνο, την οριζόντια σπείρα,
το σοφό τετράγωνο;
Ποιός έφερε, ποιός πήρε, ποιός αντάλλαξε
απ’ τα πέρατα
γραμμές και χρώματα και λευκές
χειρονομίες,
σταυρούς στα ράμφη των αητών, ένα
μακρόσυρτο χαμόγελο,
μια ωχρότητα βυζαντινή πού συνεχίζεται
μέσα στη νύχτα
μια ωχρότητα ντυμένη το χρυσάφι, την
πορφύρα, το σμαράγδι;
Βήματα των Ελλήνων πλανώμενα στους χώρους
και στους αιώνες
σταθερά βήματα, πικρά βήματα, σιωπηλά
βήματα
διατηρώντας το σχήμα τους καθάριο,
καθάριο αχνάρι του γυμνού ποδιού σ’ όποιο
χώμα της γης
με το μεγάλο δείχτη του ποδιού
αποχωρισμένο απ’ το λουρί του αρχαίου σανδάλου.
Και το άσβηστο αχνάρι του σανδάλου
ανάλαφρο πάνω στην πέτρα
και το άλλο του βυζαντινού,
τ’ αχνάρια απ’ τα συγκεντρωμένα βήματα της
Φιλικής Εταιρίας
κι αυτά τα ελληνικά ιστία
διασχίζοντας αθόρυβα
το νύχτιο αγέρα και τα δάση της Ρουμανίας
αυτά τα ιστία φωτίζοντας με τρίγωνες
λάμψεις
πρόσωπα, σπίτια, χρόνια και γιγάντιους
κορμούς δέντρων.
Ή Ελλάδα μας περίμενε παντού σ’ όλο τον
κόσμο
καθώς ταξιδεύαμε με την ‘Ελλάδα σταυρωμένη
στην καρδιά μας,
ή ‘Ελλάδα στην «Ιστρια, στο Γαλάτσι, στην
Κονστάντσα
μες στις στοές και στις καμπάνες της
Αγκάπια
μες στα ψηλά εργαστήρια της ταπητουργίας
όπου άνθιζαν
επίπεδα άνθη γαλανά και κόκκινα
μες στα εργαστήρια αγγειοπλαστικής
όπου ένα σχήμα αφηρημένης γεωμετρίας
αναπολούσε τη συγκεκριμένη σκέψη της
Ελλάδας.
(Είναι ένας σπόρος πάντα ελληνικός πού
σπάει τη στενότητα της πέτρας
ν’ ανθίσει μες στην απεραντοσύνη όλα τα
φύλλα του και τούς καρπούς του —
κι ή πέτρα ή συντριμμένη από το σπόρο
γίνεται μια πομπή από αγάλμα¬τα).
Σταθερές σκιές του παρελθόντος μες στην
πρωινή κατάνυξη,
όταν ή μοναχή, εγερμένη, μόλις, απ’ το
κάδρο μιας εικόνας
με το χρυσόν αχνό του χρόνου στη μορφή της
με τη στάχτη ενός ύπνου απαρνημένου στα
ματόκλαδά της
και με το μαύρο πτυχωτό μανδύα της
μόλις ξεκρεμασμένον απ’ τη στοά των
αιώνων,
καλούσε στην Αγκάπια τούς αντίλαλους
απ’ το φτερούγισμα των σβησμένων δικέφαλων
χτυπώντας τελετουργικά το ξύλο το
εργασμένο απ’ τα δάχτυλα της σιωπής
ενώ ή σκιά της σέρνονταν στις πλάκες του
μοναστηρίου σαν φάσμα
αυτοκρατόρισσας
κι ενώ οι καμπάνες σώπαιναν εμβρόντητες
σα φωλιές αντεστραμμένες πού άδειασαν απ’
τα χάλκινα πουλιά τους.
Ή Ελλάδα μας περίμενε παντού μέσα στον
κόσμο,
κάτω από τις ολάνθιστες μηλιές μες στα
κολχόζ της Ρουμανίας,
μες στα Μουσεία, μες στη σιωπή, μέσα στις
ντόινες.
Κι εγώ, διασχίζοντας τον κόσμο και το
χρόνο συνεχίζω το δρόμο της Ελλάδας
τραβώντας το σκοινί του στίχου μου και
ειδοποιώντας την αγάπη
όπως τραβούσε ως τη στερνή στιγμή του ό
Βασίλε Ροάιτα τον κρίκο
του συναγερμού για μια παγκόσμια συνάντηση
ειρήνης.
Η γέφυρα (1959)
(Απόσπασμα)
…
Δε μας εξευτελίζουν οι μικρές
ανάγκες μας,
Αυτές μας σώζουν μάλιστα, μας δίνουν
ένα έδαφος πάλι να πατήσουμε, να μείνουμε
όρθιοι, να δουλέψουμε,
κ’ η γνώση τους κ’ η αποδοχή τους
είναι η νέα αδελφοσύνη μας,
είναι η αρχή της βαθειάς ελευθερίας μας,
είναι η άγια εκείνη ειλικρίνεια
η πρώτη και ύστατη του ανθρώπου, τόσο που
κάποτε
μπορεί να κλάψεις από τρυφερότητα
γι’ αυτή σου την ομολογία, γι’ αυτή σου τη
ταπεινοσύνη,
γι’ αυτή την περηφάνια που γεννήθηκες και
θα πεθάνεις,
γι’ αυτό σου το έργο που ξεκίνησε απ’
αυτές τις ανάγκες σου
να προσφερθεί στις ανάγκες των άλλων,
στις αιώνιες ανάγκες του ανθρώπου – αιώνιο
έργο.
Κάθε φορά ξαναγυρνάω κοντά σας – κ’ είναι
μια χαρά για μένα
Να ξέρω πως με περιμένετε, να ξέρω την
ωραία υπομονή σας
Και τη βαθύτητα της εμπιστοσύνης σας.
Λοιπόν αφήστε με
Να ξαναπώ τα’ άρθρα της πίστης μας με την
απλή ιερατικότητα μαθητευόμενου,
με το γλυκύ ενθουσιασμό του νέου
προσήλυτου που αποστηθίζει
τα’ άρθρα της ζωής γραμμένα με μεγάλα
κόκκινα γράμματα
στην πρόσοψη της ιστορίας και του ορίζοντα
:
Πιστεύω πως η πρώτη δικαιοσύνη είναι η
σωστή διανομή του ψωμιού,
Πιστεύω πως η πρώτη πρόοδος είναι η αύξηση
παραγωγής ψωμιού για όλους,
Πιστεύω πως το πρώτο χρέος μας είναι η
ειρήνη,
Πιστεύω πως η πρώτη ελευθερία μας δεν
είναι η μοναξιά μας,
Αλλά η συντροφικότητα μας, όσο για τα’
άλλα,
Πάντα θα υπάρχει καιρός και για κείνα, μα
από κει και πέρα.
Γι αυτή τη γέφυρα ήθελα να σας μιλήσω –
Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου
(1938-1941)
Τη νύχτα άνάψαμε τα λαδοφάναρα
και πήραμε τους δρόμους ρωτώντας τους
διαβάτες.
Φορούσε, λέγαμε, ένα φόρεμα
στο χρώμα κάθε ονείρου. Δεν την είδατε;
Φορούσε δυό γαλάζια σκουλαρίκια.
Κανένας δεν την είχε δει. Μόνο στην ακρινή
καλύβα
η μάνα η γριά του ξυλοκόπου τέντωσε το
δάχτυλο
κι έδειξε πίσω απ’ τα δέντρα το ποτάμι.
Και κάτου αναβοσβήναν δυό γαλάζια αστέρια.
Νικημένος απ’ το γαλάζιο
με το κεφάλι ακουμπησμένο στα γόνατα της
σιωπής
πεθαμένος από ζωή
πεθαμένος από νιότη
βουλιαγμένος κάτου απ’ τη φωτιά του
με το φύκι σαλεύοντας στη μασκάλη του-
Το κύμα της μέρας δεν εύρισκε αντίσταση
μήτε σ’ ένα χαλίκι της σκέψης του.
Είταν έτοιμας πια για τον έρωτα
και για το θάνατο.
Η τελευταία Π. Α. εκατονταετία (1942)
Η τελευταία Π. Α. εκατονταετία
(Απόσπασμα)
…
Μεγάλα κάτασπρα επίπεδα. Τετράγωνες
ταράτσες. Μεγάλη ασβεστωμένη
κάτοψη. Και τα τετράγωνα χωράφια πράσινα
καστανά και κίτρινα
μες στη λιακάδα. Έμπαινε η άνοιξη. Και οι
καμινάδες
σα δάχτυλα χοντρά μαυρισμένα απ’ τα πολλά
τσιγάρα
σε μεγάλες αγρύπνιες δουλειάς-δείχναν
κάπου ψηλά πίσω απ’ τα σύγνεφα.
Ένα παράθυρο ανοίγει. Κ’ ένα άλλο. Αυτός
σκουπίζει τον ιδρώτα του.
Καλημέρα-είπε. Καλημέρα. Ζέστη σήμερα.
Μεγάλη ασβεστωμένη κάτοψη.
Κι η πινακίδα-ξύλινη τετράγωνη-αυτό
όλο-όλο-είπε, τίποτ’ άλλο-
στη διασταύρωση εκεί : «Από δω προς τον
ήλιο». Μεθαύριο
που θα περνάνε μες στον ήλιο με σημαίες κ’
εργαλεία
μπορεί και κάποιος να σταθεί μια σύντομη
στιγμή και να ρωτήσει:
«Ποιος νάγραψε με τόσο αδέξια γράμματα
τούτη την πινακίδα;»
και κάποιος άλλος ίσως να θυμάται και να
πει
«Ο Γιάννης Ρίτσος-ποιητής της τελευταίας
προ Ανθρώπου εκατονταετίας»
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α’
Τόμος] (1978)
Ο Μαύρος άγιος (1961)
(Απόσπασμα)
VΙΙ
ΑΠΟΨΕ ό Μαύρος «Άγιος στα δεξιά του
«Άσπρου Χριστού,
μπροστά σ’ ένα γυμνό τραπέζι από
αφρικανικό μπαμπού, όπου κείτονται
τα λιγοστά ματωμένα του ποιήματα, μαθαίνει
στον Κύριο:
«Το αίμα πού εχύθη απ’ τις πληγές και των
δυό μας
κάτω απ’ τα ίδια καρφιά, κάτω απ’ την ίδια
λόγχη, κάτω απ’ τα ίδια αγκάθια,
έχει το ίδιο χρώμα, Κύριε, — όχι μαύρο,
όχι άσπρο — κόκκινο χρώμα, Κύριε,
σαν το λάβαρο της δικαιοσύνης». Ό Χριστός
ακούει,
καταλαβαίνει και σωπαίνει. ‘Αλήθεια,
κόκκινο.
Και κοκκινίζει το χλωμό του πρόσωπο από
ντροπή κι από θυμό. Κοκ¬κινίζει.
Φέρνει τις δυό παλάμες του επάνω στις
παλάμες
του Μαύρου «Αγίου, αντικριστά, σα να δίνει
τον όρκο•
— τα ίδια σημάδια και στις τέσσερεις
παλάμες
κι απ’ την οπή των τέσσερων ενωμένων
χεριών
μια δέσμη αχτίνες πέφτει στο γυμνό τούτο
τραπέζι
πού συνεχίζουμε τα κόκκινα τραγούδια Του
και το άσπρο Του γέλιο.
‘Απόψε, ό Μαύρος «Άγιος, στα δεξιά των
Λαών, υπαγορεύει:
Το αίμα δεν είναι μαύρο ούτε άσπρο — είναι
κόκκινο
όπως το χρώμα της αδελφοσύνης. Δεν πρέπει
να χύνεται το αίμα.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [ Ε’
τόμος ] (1978)
Καπνισμένο τσουκάλι (1949)
(Απόσπασμα)
ΕΙΤΑΝ μακρύς ο δρόμος ως εδώ. Πολύ μακρύς,
αδελφέ μου.
Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια. Τα βράδια
που ο μικρός γλόμπος κουνούσε το κεφάλι του
λέγοντας «πέρασε η ώρα»
εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε
μικρά ονόματα
σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το
νύχι στους τοίχους των φυλακών
σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των
μελλοθανάτων
_μια καρδιά, ένα τόξο, ένα καράβι που
΄σκιζε σίγουρα το χρόνο,
σε κάποιους στίχους που έμειναν στη μέση
για να τους τελειώσουμε
σε κάποιους στίχους που τελειώσαν για να
μη τελειώσουμε.
Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ_
δύσκολος δρόμος.
Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. Τον
κρατάς
όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου και
μετράς το σφυγμό του
πάνου σε τούτο το σημάδι που άφισαν οι
χειροπέδες.
Κανονικός σφιγμός. Σίγουρο χέρι. Σίγουρος
δρόμος.
ΔΙΠΛΑ σου αυτός ο ανάπηρος πριν κοιμηθεί
βγάζει το πόδι του
τ’ αφήνει στη γωνιά -ένα κούφιο ξύλινο
πόδι-
πρέπει να το γεμίσεις όπως γεμίζεις τη
γλάστρα με χώμα να φυτέψεις λουλούδια
όπως γεμίζεις το σκοτάδι με αστέρια
όπως γεμίζει λίγο-λίγο η φτώχια στοχασμό
κι αγάπη.
Τόχουμε απόφαση, μια μέρα όλοι οι άνθρωποι
νάχουμε δυό πόδια
ένα χαρούμενο γεφύρι από μάτια σε μάτια
από καρδια σε καρδιά. Γι αυτό όπου
καθήσεις
ανάμεσα στα τσουβάλια του καταστρώματος
φεύγοντας για την εξορία
πίσω απ’ τα σίδερα του τμήματος μεταγωγών
κοντά στο θάνατο που δεν λέει «αύριο»
ανάμεσα σε χιλιάδες δεκανίκια από πικρά
σακατεμένα χρόνια,
εσύ λες «αύριο» και κάθεσαι ήσυχος και
βέβαιος
όπως κάθεται ένας δίκαιος άνθρωπος αντίκρυ
στους ανθρώπους.
ΑΥΤΑ τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους
μπορεί νάναι κι από αίμα
_όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα_
μπορεί νάναι κι απ’ το λιόγερμα που
χτυπάει στον απέναντι τοίχο.
Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν
σβήσουν
κι ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ’ τα
κάγκελα
είναι οι φωνές των παιδιών και το σφύριγμα
του τραίνου.
Τότε τα κελλιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ’ έναν
κάμπο με στάχυα
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα
για να βρεις λίγο χώρο ν’ απλώσεις τα
πόδια σου.
Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του
συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα
το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από
στόμα σε στόμα
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος _
βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στη καρδιά της άνοιξης.
Χαμογελάμε.
ΧΑΜΟΓΕΛΑΜΕ κατά μέσα. Αυτό το χαμόγελο το
κρύβουμε τώρα.
Παράνομο χαμόγελο _όπως παράνομος έγινε κι
ο ήλιος
παράνομη κι η αλήθεια. Κρύβουμε το χαμόγελο
όπως κρύβουμε στην τσέπη μας την
φωτογραφία της αγαπημένης μας
όπως κρύβουμε την ιδέα της λευτεριάς
ανάμεσα στα δυό φύλλα της καρδιάς μας.
Όλοι εδώ πέρα έχουμε ένα ουρανό και το
ίδιο χαμόγελο.
Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το
χαμόγελο
και αυτόν ουρανό δε μπορούν να μας τα
πάρουν.
ΞΕΡΟΥΜΕ πως ο ίσκιος μας θα μείνει πάνου
στα χωράφια
πάνου στην πλίθινη μάντρα του φτωχόσπιτου
πάνου στους τοίχους των μεγάλων σπιτιών
που θα χτίζουν αύριο
πάνου στην ποδιά της μητέρας που θα
καθαρίζει φρέσκα φασολάκια
στην δροσερή αυλόπορτα. Το ξέρουμε.
Ευλογημένη είναι η πίκρα μας
Ευλογημένη η αδελφοσύνη μας
Ευλογημένος ο κόσμος που γεννιέται.
ΚΑΠΟΤΕ είμαστε πολύ περήφανοι, αδελφέ μου,
γιατί δεν είμαστε καθόλου σίγουροι.
Μεγάλα λόγια λέγαμε
πολλά χρυσά γαλόνια βάζαμε στο μπράτσο του
στίχου μας
ένα ψηλό λοφίο ανέμιζε στο μέτωπο του
τραγουδιού μας
κάναμε θόρυβο-φοβόμαστε, γι αυτό κάναμε
θόρυβο
σκεπάζαμε το φόβο μας με τη φωνή μας
χτυπούσαμε τα τακούνια μας στο πεζοδρόμιο
ανοιχτές δρασκελιές, καμπανιστές
όπως κείνες οι παρελάσεις με τ’ άδεια
κανόνια
που τις κοιτάν οι άνθρωποι απ’ τα
πορτοπαράθυρα
και που κανείς δεν τις χειροκροτάει.
ΤΟΤΕΣ βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες,
στα μπαλκόνια,
φωνάζαν τα ραδιόφωνα, ξανάλεγαν τους
λόγους,
πίσω απ’ τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος
μέσα στα τύμπανα αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι
κανείς δεν καταλάμβαινε τι γινόταν
οι σάλπιγγες μπορεί να δίναν το ρυθμό στα
βήματα
δεν δίναν το ρυθμό στη καρδιά. Ψάχναμε το
ρυθμό.
Οι αντιφεγγιές απ’ τα όπλα και τα τζάμια
κάτι δίναν στα μάτια μια στιγμή-τίποτ’ άλλο
ύστερα κανένας δεν θυμόταν λέξη, δεν
θυμόταν πρόσωπο και ήχο.
Το βράδυ όταν σβήναν τα φώτα κ’ έσερνε ο
αγέρας στους δρόμους
τις χάρτινες σημαιούλες
κ’ η βαριά σκιά ενός οδοστρωτήρα έμενε
στην πόρτα
εμείς αγρυπνούσαμε
μαζεύαμε τη σκόρπια βουή των δρόμων
μαζεύαμε τα σκόρπια βήματα
βρίσκαμε το ρυθμό, την καρδιά, τη σημαία.
ΚΑΙ να, αδελφέ μου, που μάθαμε να
κουβεντιάζουμε
ήσυχα ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα δεν χρειάζονται
περισσότερα.
Και αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το
ίδιο βάρος
σε όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη
έτσι να λέμε πια τα σύκα : σύκα, και τη
σκάφη : σκάφη,
έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να
λένε : » τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα «. Αυτό
θέλουμε και μείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να
ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ’ τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον
κόσμο.
Απόσπασμα ΙΙ
…
ΤΟΥΤΕΣ τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει.
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στη καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα. Πολύ
κρύο εφέτος.
Πιο κοντά. Πιο κοντά. Μουσκεμένα
χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους.
Μέσα στις τσέπες του παλιού πανωφοριού
τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα
παιδιά.
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ’ τη
βροχή και την απόσταση.
Η ανάσα τους είναι ο καπνός ενός τραίνου
που πάει μακριά, πολύ μακριά. Κουβεντιάζουν
και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας
γίνεται σα μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της και ακούει.
Κι ακούω και γω και παίρνω κι αυγαταίνω-
ρίχνω και γώ καμιά κουβέντα που και που
όπως ρίχνουμε ένα ξύλο στη φωτιά-
φουντώνει η φλόγα, γίνεται πιότερο το φως
-ξύλο το ξύλο-
κοκκινίζουν οι τοίχοι, αποτραβιέται ο
άνεμος, τρίζει το παραθυρόφυλλο
ακούγεται έξω κάποιο γαϊδουράκι που βόσκει
ακόμα στο γρασίδι
και το σκυλί κάθεται ήσυχο μπροστά στα
πόδια των πεθαμένων.
Όλοι περιμένουν να ξημερώσει.
ΕΠΕΣΕ ο άνεμος. Σιωπή. Στη γωνιά της
κάμαρας
ένα αλέτρι συλλογισμένο-περιμένει τα’
όργωμα.
Ακούγεται πιο καθαρά το νερό που κοχλάζει
στο τσουκάλι.
Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο
είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί
είναι οι ξωμάχοι και οι προλετάριοι
_κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί
μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάϊ στο πάγκο
ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.
Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.
Τα χοντρά τους παπούτσια είναι σα βαγόνια
με κάρβουνο
τα χέρια τους είναι η σιγουριά_
αργασμένα χέρια, σκληρά χέρια, ροζιασμένα
με φαγωμένα νύχια, με άγριες τρίχες
με το μεγάλο δάχτυλο φαρδύ όσο η ιστορία
του ανθρώπου
με τη φαρδιά σπιθαμή σα γιοφύρι πάνου απ’
το γκρεμό.
Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα δεν είναι
μονάχα στα μητρώα των φυλακών
φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας,
τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα είναι οι
πυκνές σιδηροδρομικές γραμμές
που διασχίζουν το μέλλον. Και η καρδιά μου
εμένα
τίποτα πιότερο, συντρόφια μου, ένα πήλινο
μαυρισμένο τσουκάλι
που κάνει καλά τη δουλειά του- τίποτ’
άλλο.
…
Παρενθέσεις (1946-1947)
Το απόγευμα είναι όλο πεσμένους σουβάδες,
μαύρες πέτρες, ξερά αγκάθια.
Το απόγευμα έχει ένα δύσκολο χρώμα από παλιά
βήματα που μείναν στη μέση
από παλιά πιθάρια θαμμένα στην αυλή, και
πάνω τους η κούραση και το χορτάρι.
Δυο σκοτωμένοι,πέντε σκοτωμένοι,
δ’ωδεκα-πόσοι και πόσοι.
Κάθε ώρα έχει το σκοτωμένο της. Πίσω απ’
τα παράθυρα
στέκουν αυτοί που λείπουν και το σταμνί με
το νερό που δεν ήπιαν.
Κι αυτό το αστέρι που έπεσε στην άκρη της
βραδιάς
είναι σαν το κομμένο αυτί που δεν ακούει
τριζόνια
που δεν ακούει τις δικαιολογίες μας-δεν
καταδέχεται
ν’ ακούσει τα τραγούδια μας-μονάχο,
μονάχο,
μονάχο, αποκομμένο, αδιάφορο για καταδίκη
ή για δικαίωση.
Είναι ένα πρόσωπο φωτεινό, σιωπηλό,
καταμόναχο
σαν ολόκληρη μοναξιά, σαν ολόκληρη νίκη
πάνω στη μοναξιά. Αυτό το πρόσωπο
σε κοιτάζει ανάμεσα από δυο στήλες
ασάλευτο νερό.
Και δε γνωρίζεις ποιο απ’ τα δυο σε πείθει
περισσότερο.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β
τόμος] (1978)
Σφυρίγματα τραίνων (1939-1954 )
Ι
Ο χρόνος και τα χρώματα του στα τζάμια της
πόλης.
Τα βράδια το σφύριγμα του τραίνου παίρνει
τον τόνο του ανέκλητου.
Τα φυλάκια κρυώνουν δίπλα στη
σιδηροδρομική γραμμή.
Βρέχει πολλές μέρες συνέχεια σε τούτη τη
χώρα,
τ’ αστέρια μουσκεμένα στη θέση τους
σαν καρφιά σκουριασμένα-αν κάνεις να τ’
αγγίξεις
θα ξεκολλήσουν-θα πέσει λίγη σκόνη και
λίγος σουβάς,
δεν μπορείς να κρεμάσεις επάνω τους ένα
παλιό κάδρο
ούτε τ’ αδιάβροχο σου και το καπέλο σου.
ΙΙ
Κάθεσαι και περιμένεις στο σταθμό,
ανάμεσα στις ροχάλες της βροχής και στη
γκρίνια των δέντρων.
Ένα σκυλί μυρίζει το χώμα ,_δε γαυγίζει.
Ένα ζευγάρι σταματάει για λίγο μπρος στα
κάγκελλα
_μπορεί να βγει ένα πράσινο φύλλο.
Μια λέξη φεύγει στον υγρόν αέρα,
έχει το θόρυβο μιας ομπρέλας που κλείνει.
_»Δε θα ξανάρθω, έλεγε, δεν θα ξανάρθω».
Βλογιοκομμένα τζάμια στο δρόμο,
στον προβολέα σπιθίζουν οι σταγόνες τους.
Τι κάθεσαι λοιπόν να περιμένεις;
Κι αν έρθει η αλλαγή δε θάρθει από κει.
ΙΙΙ
Ο ήλιος θα σε βοηθήσει βέβαια _είπε_
ο ήλιος σ’ αυτό τον τόπο κάθε πρωϊ βάζει
ένα χέρι
να λευτερώσουμε το χώρο απ’ τις τσουκνίδες
απ’ τα παλιά σιδερικά και τα’ άχρηστα
βαγόνια_
Γιατί δεν μπορεί πάντα να προφασιζόμαστε
τον άνεμο ή τις δυσκολίες
κι όλο ν’ αφήνουμε έτσι τα σπασμένα
γυαλικά στο πάτωμα,
να περιορίζουμε το βήμα σε μικρότερο χώρο,
και τάχα να φαρδαίνει ο άλλος χώρος
_ποιός χώρος ;_προς τα πάνου, προς τα
κάτου, προς τα μέσα τάχα;
Βγάλε τα χέρια σου απ’ τις τσέπες _είπε.
Χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι.
Το γύψινο αγαλμάτιο έπεσε στο πάτωμα.
Έσπασε.
Μπορεί να κολλήσει μ’ αλευρόκολλα _είπε.
Κανείς δεν έσκυψε να το μαζέψει.
Μήτε κανείς το κοίταξε. Μονάχα
αναρωτιόμαστε:
το γόνατο του θα κρατούσε ακόμη εκείνη την
ωραία κλίση του;
Όμως κανένας μας δε μίλησε. Είχε δίκαιο.
Προσχέδια (1954-1960 )
1. Η δίψα και το ανένδοτο άστρο
ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ πλατάνια κι ο Ταϋγετος
η καμπάνα μιλώντας εκείνα που ποτέ δεν
μιλήσαμε
κι αυτή η μεγάλη σκιά που αλλάζει όλο το
φως σε κατάνυξη.
Είναι ο έρωτας κάτου απ’ το βράχο,
μέσα στο βράχο
πάνου απ’ το βράχο.
τι θα προσθέσεις αν μιλήσεις ή αν
σωπάσεις?
Το προσωπείο είναι ίδιο με το πρόσωπο. Δεν
θα κρυφτείς.
Και κάθε βράδι το ίδιο αστέρι
βάζει φωτιά
και στις τέσσερις γωνιές του ύπνου μας.
Ο ΦΟΒΟΣ είναι ο χρόνος _έλεγε.
Τίποτ’ άλλο. Χαμήλωνε τα μάτια.
Ένας νέος μ’ ένα ποδήλατο
έσκισε τη νύχτα.
Ύστερα άναψαν τα φώτα.
Έφυγε μ΄’ ένα ποδήλατο κάτου απ’ τα
δέντρα.
Ανάμεσα σε δυό λέξεις κοινές
ακούσαμε πάλι
την αμηχανία εκείνου του άστρου.
Βαθύ, βαθύ το δάσος της γεροντικής
ερήμωσης.
ΚΑΤΟΥ απ’ τα δέντρα _μακριά, πολύ μακριά_
ακούστηκε η φωνή σου_δεν την πίστεψες.
Εκείνο το ίδιο αστέρι του καλοκαιριού
κλαίει μπροστα στα κλειδωμένα χέρια σου.
ΌΧΙ, δεν είναι πίκρα. Η ανάλαφρη εσπέρα.
Τούτα τα βουνά με τις βαθιές πληγές
τους-είπε.
Τούτες οι πληγές με την αμείλιχτη σιωπή
τους-είπε.
Γύρισε τη ράχη του στο δρόμο.
Το πρόσωπο του ακούμπησε σχεδόν στον
τοίχο_
άσπρος τοίχος, ολόγυμνος.
Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών, ψήλωσε.
Κάρφωσε ένα καρφί στον τοίχο με προσύλωση,
σα νάταν αυτό το πιο αναγκαίο,
το πιο πολύ.
Άραγε η νύχτα να του αφιερώσει τα άστρα
της;
Έφεγγε ο τοίχος. Το καρφί ξεχώριζε μεγάλο.
Τίποτα δεν κρεμόταν εκεί. Ούτε ο ίδιος.
Ο τελευταίος κι ο πρώτος του Λίντιτσε
(1960)
(Απόσπασμα)
…
Δεν ήθελα να θυμάμαι. Βασανίστηκα.
να σκοτώσω τη μνήμη. Τώρα βασανίζομαι
να σκοτώσω τη λησμοσύνη που απλώνεται
μαλακιά μες στους κήπους,
σκεπάζει το θυμό, το μίσος, τον πόνο, το
φόβο,
δίνει μια τρυφερή, κυκλική λάμψη στα
ποτήρια
σαν φωτεινά μηδενικά, μετέωρα πάνω απ’ το
τραπέζι ,
μετέωρα πάνω απ’ την καινούργια δίψα μας,
(-να διψάς ακόμη
σαν έχεις δει τις ορθωμένες κείνες γλώσσες
μαύρες μες στον καμένο ουρανίσκο!-) η
λησμοσύνη
σκεπάζει ακόμη μια φορά τους σκοτωμένους
όχι πια με τρία μέτρα χώμα
μα με μια σκέψη που σκέφτεται για το
αύριο,
που σκέφτεται για το καλύτερο. Δεν ξέρω, η
λησμοσύνη
αν είναι σοφία ή δειλία ή κούραση. Θέλω να
θυμάμαι.
Θέλω να δώσω τη συγνώμη μου μες απ’ τον
πόνο μου
Όχι μες απ’ την κούραση μου. Θέλω να
θυμάμαι και να σκέφτομαι,
Να εκμηδενίζω τον πόνο με τη σκέψη
κι όχι να κρύβω το φόβο με τη σκέψη.
Μια σκέψη θετική κι οργανωμένη
στην πείρα τη δική μας, τη δική σας – μια
σκέψη για όλους μας
που να νικήσει ακόμη των εχθρών την
εχθρότητα. Κ οι λάμπες εκείνες
του Κλάντνο – τα καλοκαιριάτικα βράδια-
Την άλλη μέρα ήρθε κατάχλωμη η ζωή – δεν
ήξερε τι να κάνει
σ’ αυτή την καμένη ερημιά, ένας
κίτρινος ήλιος
στεκότανε σαν άδειο ανάποδο πηγάδι πάνω
απ’ τον κόσμο
όταν η τελευταία ανθρώπινη κραυγή
χανόταν στο βάθος της πεδιάδας
κρυβόταν στα μάτια της σε δυο τελευταία
ξερά φύλλα
κ οι λάμπες των ανθρακωρύχων άναβαν ακόμα
αδιόρατες
πέρα, μακριά, περασμένες στη ζώνη του
ορίζοντα – χάνονταν.
…
Ασκήσεις (1950-1960)
Το βράδυ, τα δέντρα, είναι συλλογισμένα.
Το ίδιο κ’ οι πέτρες.
Το ίδιο κ οι φωνές. Είναι σα να γυρνούν
στο σπίτι τους
και να κλειδώνουν πίσω τους την πόρτα.
Πίσω απ’ την πόρτα
μένει μια ολόγυμνη γυναίκα μπροστά στο
μεγάλο καθρέφτη.
Το ξέρεις και χαμογελάς. Δε βλέπεις
τίποτα. Μες στο τραγούδι
ίσως και να την εύρισκες. Μα έτσι να
κάνεις για να τραγουδήσεις
τα χείλη χάνουνε το σχήμα του
χαμόγελου.
Μέσα στα χέρια του κρατούσε τον ίσκιο των
χεριών του.
Η νύχτα ήταν καλή – δε βλέπαν οι άλλοι πως
κρατούσε τον ίσκιο του.
Ενίσχυε τη νύχτα. Φυλαγόταν. Έτσι
υπολόγιζε πιότερο τους άλλους.
Η θάλασσα γύρευε ακόμη τα μάτια του –
εκείνος έλειπε.
Ένα κορίτσι του κούμπωνε αργά το σακάκι
του
– αυτός κοιτούσε αλλού χαμογελώντας τη
μεγάλη απόσταση.
Ίσως, ψηλά, μες στην αστροφεγγιά, νάνοιγε
ένας φεγγίτης
που κοίταζε τα λιόδεντρα και τα καμένα
σπίτια.
Εκείνος άκουγε τη πεταλούδα που γυρνούσε
στο ποτήρι του ψυχοσάββατου
και την κόρη του ψαρά που άλεθε στο μύλο
του καφέ την ησυχία.
Τέταρτη διάσταση
(1956-1972)
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι
απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα
καταλάβεις.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες
στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του
πιάνου
λησμονημένα λόγια – δε θέλω να τ’ ακούσω.
Σώπα.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του
τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη,
ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη,
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις
και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος
κ’ η φθορά του.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο
ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα
πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω
το θόρυβο του φουστανιού μου,
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που
ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ’ αυτόν τον ήχο
του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά
σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του
γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά
μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου – η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κ’ η καρδιά μου).
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον
έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά
ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ’
την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της
σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην
παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, – όχι η
φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία –
λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική,
μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ότι
τύχει
_ μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη,
στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου
που κάθε μήνα τα
δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο
βάθος λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά
μόνο στα δυο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να
κρατήσει
ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό.
Πάντα μου είχα μανία με τα μαντήλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι
μαζεμένο στους αγρούς με το λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το
σκουφί που φοράνε οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίσω τα μάτια μου, – διατήρησα
καλή την όρασή μου
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή
ιδιοτροπία τα μαντίλια.
Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα
δεκάξι
ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. Και τώρα
θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα
στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο
ξανθές πλεξούδες -8, 16, 32, 64-
κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης
μου ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσε μου αυτά τα λόγια – κακή
συνήθεια) – 32, 64 – και οι δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν σου ‘λεγα για τη πολυθρόνα-
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες
σούστες, τα άχερα –
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι
να πρωτοδιορθώσεις ; –
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, –
φοβήθηκα
τ’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο.
Εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα
δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της
μαρμάρινης σκάλας τ’ Αι Νικόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα
γυρίσω πίσω
έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα
απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά
συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι
που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων–
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα
άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλή και τη δόξα ενός τέτοιου
σεληνόφωτος,
και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα
ακόμη, του εθυσίασα,
έτσι λευκή κι απρόσιτη ν’ ατμίζομαι μες
στη λευκή μου φλόγα, στη λευκότητα του σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ’ τα’ αδηφάγα μάτια των
αντρών κι απ’ την συσταλτικών έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα
σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο
κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα
‘βλεπα)
μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα
και μάτια,
στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια
δεν τα ‘βλεπα)
_ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς
ότι θαυμάζεις, σου φθάνει ο θαυμασμός σου
θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν
σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από
μέσα,
άλλος δε μου ‘μενε παρά μονάχα προς τα
πάνω ή προς τα κάτω. – Όχι δεν φτάνει
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ
με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και
πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη
ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και
μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του
Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα
λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο
πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα
πολύ. δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο
μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο
σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι
που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο.
Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην
πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς
του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του
σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες την άχνα
της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,
κάτι θα τρίξει, – ένα τζάμι ραγίζει ή
κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, – δεν είναι δικά
μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται
τούτα τα βήματα, –
ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, –
κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον
άλλον καθρέφτη,
πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο
το πρόσωπό σου,
το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή
παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο
φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα
χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, – πώς να το φέρω; –
Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, – αυτό
μου απόμεινε,
αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Φορές-φορές, την ώρα πού βραδιάζει, έχω
την αίσθηση
πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο
αρκουδιάρης
με την γριά βαριά του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το
σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους
για το δείπνο
και δεν τ’ αφήνουν πια να βγουν έξω
μ’ όλο πού πίσω απ’ τούς τοίχους
μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας
–
κ’ η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη
σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για που και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει
στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια
σκουφίτσα της
να διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους
τους απαιτητικούς
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει
στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά,
παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για
παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη
των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου – έστω
κ’ ενός αργού θανάτου-
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη
συνέχεια και τη γνώση της ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω
απ’ τη σκλαβιά της.
Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό
το παιχνίδι;
Κ’ η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους
της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της
στις πενταροδεκάρες
που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα
παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες
που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι:
ευχαριστώ , ευχαριστώ.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η
κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια
κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρόγγυλα, μεγάλα μάτια πίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου
– δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, –
σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου
ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος
βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης
ανιχνεύει τους βυθούς;
Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που
ανακαλύπτω εκεί,
στο βάθος του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς
ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και
σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο
αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν
ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα
δίνω
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα
πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι,
πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει
την ψύχρα;
Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι
δυνατό το στήθος σου,
τι δυνατό φεγγάρι, – η πολυθρόνα, λέω
– κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ’ το
τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω
αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, – αφήνω πάλι το
φλιτζάνι στη θέση του
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του
κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει
– μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,
ακούστε που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα.
Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, –
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά,
μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;
Βαθύ βαθύ το πέσιμο,
βαθύ βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά
φτερά του,
βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της
σιωπής, –
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,
όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το
κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, – πρόσεξε, θα πέσεις.
Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο
εξαίσιος ίλιγγος.
Έτσι κάθε απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.
Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για
καμιάν ασπιρίνη
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον
πονοκέφαλό μου
ν’ ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο
θόρυβο
πού κάνουν οι σωλήνες του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ’ ετοιμάζω δυο – ποιος να τον
πιει τον άλλον; –
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να
κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας
απ’ το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του
φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου
που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου
παπούτσια,
τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες – τι να τις κάνεις;
–
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θα ‘ρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί
επιτέλους, πρέπει
να βγω απ’ αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, – όχι, όχι
το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της,
την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και
στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην
ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις
έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα
γερατειά μας,-
ν’ ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά
μου βήματα. Καληνύχτα.
(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως
κάποιο σύννεφο θα ‘κρυβε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το
ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μία πολύ γνώστη μουσική φράση. Και
τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του
Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ’ ένα ειρωνικό
κ’ ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ’ ένα συναίσθημα
απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αϊ-Νικόλα, πριν κατεβεί τη μαρμάρινη
σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ’ ακουστεί
καθόλου ανάρμοστα κάτω απ’ το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να ‘ναι το ότι
δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα
πει «η παρακμή μίας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το
πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν
ξέρω αν βγήκε τελικά απ’ το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές
του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι
τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; το ραδιόφωνο
συνεχίζει.)
Χειμερινή διαύγεια (1957)
Ατέλειωτα κυριακάτικα πρωινά με μια παγερή
χειμωνιάτικη λιακάδα
λίγες παιδιάτικες φωνές σταματημένες στον
καρόδρομο
κ’ ή επαρχία ασβεστωμένη φέγγοντας μες στο
κενό, μες στην ασφυκτική διαφάνεια
Το σπίτι του συμβολαιογράφου με τα μεγάλα
του παράθυρα
τα καθαρά του τζάμια, όλο ανοιγμένο προς
τα έξω,
μην έχοντας να κρατήσει τίποτα δικό του,
ολόκληρο κερδισμένο απ’ το χειμώνα,
με τα ντουλάπια του, τις κρεμάστρες του,
την κουζίνα του,
με το μεγάλο μπρούντζινο μαγκάλι της
τραπεζαρίας —
κ’ οι μανταρινόφλουδες να σιγοκαίνε στο
μαγκάλι θυμιατίζοντας
παλιές εικόνες, παλιούς καιρούς, πού
χάσανε τη δύναμή τους και το
χρώμα τους
και λίγο – λίγο χάσανε το νόημά τους
κι αργότερα τον πόνο και το βάρος τους
κι αργότερα τη νοσταλγία τους —
«Υπήρξαν; Δεν υπήρξαν; Πότε; Πού; Γιατί;
Και τί να τα κρατήσεις; Τί να τα κάνεις;
Τί να τον κάνεις το χρόνο; Να διατηρήσεις
τι;
«Έγνοιες για τα χαλιά, για τις κουβέρτες,
για τα μάλλινα ρούχα —
χρόνια και χρόνια, κάθε χρόνο, στο έμπα
της άνοιξης,
να τα μαζεύεις, να τα τινάζεις, να τα
βουρτσίζεις,
να τα καταχωνιάζεις στα μπαούλα, στις
ντουλάπες, στρώμα – στρώμα μέ
παλιές εφημερίδες,
σα να θάβεις κάτι αγαπημένο για να το
διαφυλάξεις
κ’ είναι μια λύπη να το θάβεις — μα τι να
γίνει;
Ύστερα είναι το φώς της άνοιξης και το
πράσινο της άνοιξης,
ύστερα το φώς του καλοκαιριού κ’ ή θάλασσα
του καλοκαιριού,
ύστερα μήτε άνοιξη μήτε καλοκαίρι μήτε
πράσινο μήτε θάλασσα,
μονάχα το φώς κ’ οι χειρονομίες του μες
στο άπειρο,
το κάτασπρο φώς πού όλα τα καίει, τα
πνίγει, τ’ αφανίζει,
παλιά και νέα και αυριανά, βουνά, δέντρα
και μάρμαρα,
δόξες κ’ αισθήματα και γεγονότα κι
αποφάσεις.
Τότε και συ ξεχνούσες λύπη, τύψη, σχέδια
και μετάνοια- ξανάρχιζες
τα ίδια σφάλματα, τα ίδια φιλιά, την ίδια
γύμνια έτσι καλά ντυμένη,
ώσπου να ‘ρθουν οι πρώτες υγρασίες,
τα πρώτα μεγάλα μετανιωμένα αστέρια,
ή σιωπηλή, όλο θάμβος, λεηλασία του
φθινοπώρου.
Κ’ έφτανε αργή κι αθόρυβη, κι όχι
θλιμμένη, ή άλλη μέθη, της περισυλ¬λογής,
να συγκεντρώνεις τα διασκορπισμένα, να
εκβιάζεις
ένα κέρδος μαγικό απ’ τ’ απωλεσμένα — κι
όχι να εκβιάζεις*
μονάχα τους προσφέρονταν διπλά και
τρίδιπλα,
κήποι και γέλια κοριτσιών ανάμεσα στις
ακακίες πού ήταν κάποτε
εχθρικά ή αδιάφορα ανθισμένες
κ’ ήταν πάλι ανθισμένες — ολόκληρες λευκές
στρατιές, σύμμαχες τώρα, στο αραιό σκοτάδι.
Το πράσινο παγκάκι, όπου κάθισες μια νύχτα
ολομόναχος, περικλει¬σμένος από ανώφελα άστρα,
μετακόμιζε μόνο του τώρα μες απ’ τα ωχρά
χωράφια της φθινοπωρινής ερήμωσης
φτάνοντας ως την πόρτα σου σαν αμαξάκι
εξοχικό μέσα του
κάθονταν τώρα δυό, — μπορείς να πεις κ’
ευτυχισμένοι,
γιατί με το να δεις και να παραδεχτείς
εκείνα πού δεν είχες και δε θα ‘χεις
είναι σχεδόν σα να τα ‘χεις, — τα ‘χεις
σίγουρα. Έτσι λέγαμε, κ’ ίσως με ειλικρίνεια.
Το παράθυρο (1959)
(Απόσπασμα)
…
Αν ανέβεις λίγο πιο πάνω από κείνο το
δρόμο ως το λοφίσκο του Άη – Βασίλη,
βλέπεις ακέριο το λιμάνι κάτω απ’ τα μάτια
σου
βλέπεις ν’ αστράφτουν μες στο σκοτεινό
νερό, άκρη – άκρη της απέραντης θάλασσας,
οι μεγάλοι πρασινόχρυσοι ιριδιστοί λεκέδες
από λάδι ή πετρέλαιο,
λαμπροί λεκέδες, κι αμόλευτοι θαρρείς, σα
φωτεινά, κινούμενα νησίδια
αδιάφορης γαλήνης
ανάμεσα σε ψόφια σκυλιά, σάπιες πατάτες,
άχερα, κουκουνάρια και βάρκες.
Μπορείς λοιπόν να κοιτάζεις αδίστακτα απ’
αυτό το παράθυρο
ή και να βγεις στο δρόμο. Μια σιωπηλή
αγιότητα
μένει κάτω απ’ τις πράξεις των ανθρώπων.
Μια σκιά μενεξεδένια
σωπαίνει στον αριστερό ώμο μιας γυναίκας
κουρασμένης απ’ τον έρωτα
πού γύρισε απ’ τ’ άλλο της πλευρό κι
αποκοιμήθηκε μονάχη. Μπορείς να κοιτάζεις
τα χοντρά σώβρακα στη διπλανή αυλή
λεκιασμένα από ονειρώξεις
ή τις ξεδιπλωμένες καπότες κάτω απ’ τα
παγκάκια του πάρκου
ή τα κουμπιά απ’ τούς στηθόδεσμους των
γυναικών πού έπεσαν στο χορτάρι
σα μικρά, φιλντισένια λουλούδια, λιγάκι
πικραμένα
πού τίποτ’ άλλο δεν έχουν πια να
δώσουν — άρωμα, γύρη, σπόρο.
Τίποτα.
Σε κείνο το δρόμο είπα να πάω και γω
κάποτε
να πουλήσω αυτό το παράθυρο και κείνο το
μεγάλο κασόνι
όχι για τίποτ’ άλλο, μόνο για ν’ απαλλαγώ
απ’ την έγνοια τους, ν’
αναμιχθώ κ’ εγώ σε αγοροπωλησίες,
ν’ ακούσω τη φωνή μου όταν μιλάει μια ξένη
γλώσσα. Το ’νιωσα γρήγορα
πώς τίποτα δεν είχα να πουλήσω. Μια
υστεροβουλία ήταν μονάχα :
ή αναζήτηση μιας νέας δοκιμασίας πού πάλι
θα την επόπτευα απ’ αυτό το παράθυρο, το έστω
και δίχως τζάμια.
Ποτέ δεν τα κατάφερα στο εμπόριο. «Άλλωστε
δεν έχω
τίποτα πού ν’ αξίζει πληρωμή, τίποτα
που να μπορώ να το πληρώσω. Και τούτες οι
παλιές φωτογραφίες
τίποτα δεν αξίζουν για τούς άλλους, μ’ όλο
πού οι κορνίζες τους τουλάχιστον
είναι από ατόφιο χρυσάφι. «Όμως έμενα μου
χρειάζονται.
Κι ούτε είναι πεθαμένες — όχι. «Όταν
βραδιάζει
κ’ είναι ακόμη ζεστές οι καρέκλες έξω απ’ τα
καφενεία
κι όλοι (κ’ ίσως και γω) ζητούν να
καταφύγουν μέσα σ’ έναν άλλον,
αυτές κατεβαίνουν σιωπηλά απ’ τις κορνίζες
τους σα να κατεβαίνουν
μια ταπεινή ξύλινη σκάλα, πηγαίνουν στην
κουζίνα,
ανάβουν τη λάμπα, στρώνουν το τραπέζι,
(ακούγεται
ό φιλικός ήχος από ‘να πιρούνι πού χτύπησε
στο πιάτο),
ταχτοποιούν τα λίγα μου βιβλία κι ακόμη
τις σκέψεις μου
με συγκρίσεις και εικόνες (παλιές και
καινούργιες), με σεμνά επιχειρήματα
και κάποτε με αρχαίες, ακλόνητες, βιωμένες
αποδείξεις.
Γι’ αυτό κιόλας κρατώ μ’ ευγνωμοσύνη αυτό
το παράθυρο.
Δε μ’ εμποδίζει διόλου να βλέπω και να
είμαι, — το αντίθετο μάλιστα.
«Όσο για κείνο πού σου ‘λεγα : «πιεσμένος
ανάμεσα στον τοίχο και στο τζάμι»,
ήταν μια υπερβολή της άνοιξης, μια
υπερβολή
απ’ τη σάρκικη αφθονία των πράσινων
φύλλων. Το παράθυρο
είναι μια εξυπηρετική, τετράγωνη γαλήνη
και διαύγεια.
«Όταν οι τοίχοι θαμπώνουν το απόβραδο,
αυτό το παράθυρο
φέγγει ακόμη σαν από μόνο του» διατηρεί κ’
επεκτείνει
την τελευταία ανταύγεια του ηλιογέρματος,
ρίχνει την αντανάκλαση του στον ισκιωμένο
δρόμο,
φωτίζει τα πρόσωπα των περαστικών σα να τα
συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω
στην πιο ανυπόκριτη στιγμή τους, φωτίζει
τούς τροχούς των ποδηλάτων
ή τη χρυσή αλυσίδα που βυθίζεται στο
στήθος μιας γυναίκας
ή το περίεργο όνομα ενός καραβιού που αράζει
στο λιμάνι.
Το νεκρό σπίτι (1959)
Φανταστική κι αυθεντική ιστορία μιας
πανάρχαιης ελληνικής οικογένειας
(‘Απ’ όλη τη φαμίλια απόμειναν μονάχα δυό
αδελφές. Κ’ ή μια τρελάθηκε. Φαντάστηκε
πώς το σπίτι τους είχε μεταφερθεί κάπου
στην αρχαία Θήβα, ή, μάλλον, στο Άργος — σύγχυζε τη μυθολογία, την Ιστορία και
την Ιδιαίτερη ζωή της, το παρελθόν και το παρόν, όχι το μέλλον. Αυτό μόνον.
Αργότερα συνήλθε. Κ’ είναι αυτή πού μου μίλησε το βράδυ πού τους έφερα απ’ την
ξενιτειά ένα μήνυμα του θείου τους — αδελφού του πατέρα τους. Ή άλλη δεν
παρουσιάστηκε καθόλου. Πότε-πότε μονάχα ακουγόταν σιγανό περπάτημα με παντόφλες
στη διπλανή κάμαρα, όσο μιλούσε ή μεγάλη):
Τώρα γυρίζουμε μονάχες οι δυο μικρές
αδελφές μέσα σε τούτο το απέραντο σπίτι —
μικρές, πού λέει ό λόγος, — από χρόνια
γεράσαμε κ’ εμείς,
είμαστε οι μικρότερες της φαμίλιας κ’ οι
μόνες, άλλωστε, πού απομείναμε.
Δεν ξέρουμε πώς να βολέψουμε τούτο το
σπίτι, πώς να βολευτούμε
να το πουλήσουμε μας έρχεται άσκημο — μια
ζωή περάσαμε δω μέσα —
είναι κι ό χώρος των νεκρών μας εδώ — δεν
μπορείς να τούς πουλήσεις —
κι άλλωστε ποιος τούς παίρνει τούς
νεκρούς; Μα πάλι να τούς κουβαλάμε
απ’ το ‘να σπίτι στ’ άλλο, απ’ τη μια
συνοικία στην άλλη, —
πολύ κουραστικό κ’ επικίνδυνο — βολεύτηκαν
εδώ
άλλος στον ίσκιο της κουρτίνας, άλλος κάτω
απ’ το τραπέζι,
άλλος πίσω απ’ τη ντουλάπα ή πίσω απ’ τα
τζάμια της βιβλιοθήκης,
άλλος μες στο γυαλί της λάμπας — τόσο
σεμνός κι ολιγαρκής πως πάντα του,
άλλος χαμογελώντας διακριτικά πίσω απ’
τούς δυό λεπτούς, σταυρωτούς ίσκιους
πού γράφουν στο μεσότοιχο οι καλτσοβελόνες
της μικρής αδελφής μου.
Τα μεγάλα έπιπλα τα κλείσαμε στο κάτω
πάτωμα,
το ίδιο και τα βαριά χαλιά και τα
βελούδινα ή μεταξωτά παραπετάσματα,
τραπεζομάντιλα, κεντητά πετσετάκια,
κρύσταλλα, σερβίτσια,
μεγάλους δίσκους ασημένιους πού
καθρέφτιζαν άλλοτε
ολόκληρο το πλατύ πρόσωπο της φιλοξενίας,
κουβέρτες και μεταξωτά παπλώματα κι
ασπρόρουχα,
μάλλινα ρούχα, τσάντες, πανωφόρια,
δικά μας και μαζί των πεθαμένων — όλα
ανάκατα —
γάντια, δαντέλες και φτερά στρουθοκαμήλου
απ’ τα καπέλα της μητέρας,
το πιάνο, τις κιθάρες, τούς αυλούς, τα
ταμπούρλα,
και ξύλινα άλογα και κούκλες απ’ τα
παιδικά μας χρόνια,
επίσημες στολές του πατέρα και το πρώτο
μακρύ παντελόνι του μεγάλου αδελφού μας,
ή φιλντισένια κασετίνα με τις ξανθές μπούκλες
του μικρού, το χρυσοποίκιλτο μαχαίρι,
κοστούμια ιππασίας και σακίδια και μανδύες
— όλα ανάκατα,
χωρίς ναφθαλίνη ή κλωνάκια λεβάντας σε
τούλινες θήκες.
Καρφώσαμε και τα δωμάτια. Κρατήσαμε μονάχα
αυτές τις δυο δυτικές κάμαρες του πάνω
πατώματος,
το διάδρομο και το κλιμακοστάσιο βέβαια,
αν χρειαστεί καμιά φορά να βγούμε το
βραδάκι να σεργιανίσουμε στον κήπο
ή να ψωνίσουμε κάτι βιαστικά απ’ τα
περίχωρα.
Κι ούτε να πεις πώς κ’ έτσι ησυχάσαμε.
Απαλλαχτήκαμε οπωσδήποτε
από κινήσεις περιττές, ανόητα συγυρίσματα,
μάταιους κόπους,
για μια τάξη ακατόρθωτη, για μια
ανεφάρμοστη οργάνωση. Ωστόσο
το σπίτι, έτσι γυμνό και κλειστό, έχει
αποχτήσει
μια τρομερή, λεπτότατη αντήχηση
σε κάθε πέρασμα ποντικού, κατσαρίδας ή
νυχτερίδας.
Κάθε σκιά στο βάθος του καθρέφτη, κάθε
τρίξιμο
απ’ τα μικρά δόντια του ξυλοφάγου ή του
σκόρου,
συνεχίζεται απέραντα ως τα λεπτότατα,
ινοειδή αγγεία της σιωπής,
ως μέσα στις
φλέβες
της πιο απίθανης παραίσθησης. Ακούγεται
ευδιάκριτα
ό χτύπος απ’ τον αργαλειό της πιο μικρής
αράχνης, κάτω στα υπόγεια,
ανάμεσα στα
κιούπια,
ή το πριόνι της σκουριάς στο χέρι των
μαχαιροπίρουνων
κι άξαφνα ό μέγας γδούπος στον κάτω
προθάλαμο
Όταν ένα κομμάτι από λιωμένη τσόχα
ξεκολλάει και πέφτει
σα να γκρεμίζεται ένα αρχαίο, αγαπημένο
κτίριο.
Κι όταν, καμιά φορά, οδ χάραμα, περνάει ό
σκουπιδιάρης στο πέρα προάστιο,
το μακρινό κουδούνι του αντηχεί σ’ όλα τα
γυάλινα ή μετάλλινα σκεύη,
στους μπρούντζους των κρεβατιών, στα κάδρα
των προγόνων,
στα κουδουνάκια απ’ το κοστούμι του
πιερότου, που ‘χε φορέσει ό μικρός αδελφός μας
μιαν όμορφη νύχτα μασκαράτας — κι όταν
γυρίζαμε σπίτι τρομάξαμε,
μας γαύγισαν κάτι σκυλιά, το φόρεμα μου
πιάστηκε στο φράχτη,
έτρεξα να προφτάσω τούς άλλους• το φεγγάρι
κόλλησε το πρόσωπο του
τόσο σφιχτά πάνω στο πρόσωπο μου — δεν
μπορούσα πια να περπατήσω
κ’ οι άλλοι με φώναζαν πίσω απ’ τα δέντρα
κι ακούγονταν σ’ έναν άλλο χώρο οι
γυάλινες χάντρες των μεταμφιεσμένων
και τα γυάλινα κρόσσια των άστρων πέρα,
μακριά, πάνω απ’ το αόρατο
Μυρτώον πέλαγος,
κι όταν έφτασα τέλος με κοίταζαν όλοι
σαστισμένοι
γιατί έφεγγε το πρόσωπο μου βαμμένο με
χρυσόσκονη
σαν εκείνη πού βάφαν τις παλιές, κρεμαστές
λάμπες της τραπεζαρίας
ή τούς καθρέφτες των σαλονιών με τις
κομψές, χιλιοσκάλιστες κονσόλες —
Τις κλείσαμε κι αυτές στα κάτω δωμάτια. Μπορούσαμε,
βέβαια,
να κρατήσουμε κάτι απ’ όλα αυτά και για
προσωπική μας χρήση,
καμιά πολυθρόνα κουνιστή, ξεκούραστη,
κανέναν καθρέφτη
να χτενίζουμε πότε – πότε τα μαλλιά μας.
Μα ποιος να τα φρόντιζε;
Τουλάχιστον έτσι, μπορεί να τ’ ακούμε να
φθείρονται, μα δεν τα βλέπουμε. Όλα μας παράτησαν.
Φιλοκτήτης (1963-1965)
(απόσπασμα)
…
Κείνος ό δρόμος ερημώθη ως το βάθος. Απ’
τις δυό πλευρές του
πηγάδια σκεπασμένα, μολυσμένα απ’ τούς
νεκρούς. Ράγιζε η πέτρα
απ’ τη μεγάλη ζέστη. Τα τζιτζίκια
ξεφώνιζαν. Ο ορίζοντας
ήταν ασβέστης και γλώσσες φωτιάς. Μέσα
στην ανελέητη λιακάδα
σπίθιζαν στα σαμάρια των τειχών, όρθια,
σπασμένα τζάμια,
χωρίζοντας συντρόφους, φίλους,
συμπολεμιστές. Παρ’ όλη
την αιχμηρή, δοξαστική ακτινοβολία, δεν
κρυβόταν τίποτα. Είδα άντρες γενναίους
να ρίχνουν στάχτη στα μαλλιά τους κ’
είδα τη στάχτη
ν’ ανακατεύεται με τα δάκρυα τους
μαύρα αυλάκια
χώνονταν μες στα γένια τους, ως κάτω στα
σαγόνια τους.
Αυτοί που πλέναν τ’ άλογα τους άλλοτε στ’
ακροθαλάσσι ολόγυμνοι
κι αλείβανε τις χαίτες με λάδι ξανθό,
λάμποντας όλοι
άνθρωποι κι άλογα σέ μεγαλόφωτα πρωινά*
αυτοί οι ίδιοι
πού χόρευαν τα βράδια πάνω απ’ τις φωτιές
κι αστράφτανε
τα γυμνά πέλματα τους ολοπόρφυρα, — τώρα
ζαρώνουνε
ανάμεσα στα βράχια, χολώνουν, γκρινιάζουν,
βάζουν την παλάμη
μπροστά στα σκέλια τους, ντρέπονται,
κρύβονται,
σα νάχουν φταίξει, σα να τούς έχουν όλοι
φταίξει. Κ’ ίσως να φθονούν
τους νέους πολεμιστές για την ωραία
ανυποψία τους, για την τόλμη τους, ]
για την ενθουσιαστική, αποστηθισμένη
ευφράδεια τους, κ’ ίσως πιότερο απ’ όλα
για τα βαριά, στιλπνά μαλλιά τους, τα
ογκωμένα από υγεία και έρωτα.
Κι όμως κι αυτοί ξεκίνησαν κάποτε με τη
χαριτωμένη αφέλεια
και την κρυφή ματαιοδοξία ν’ αναμορφώσουν
τον κόσμο. Ξεκίνησαν
όλοι μαζί, καθένας χώρια, και το ‘δαν και
το ’βλεπαν: καθένας
για ένα δικό του λόγο, μιά ξεχωριστή
φιλοδοξία, στεγασμένη
κάτω άπ6 μια μεγάλη ιδέα, έναν κοινό
σκοπό, — διάφανη στέγη
πού κάτω της διακρίνονταν καλύτερα του
καθενός το κομμάτιασμα,
η δυστυχία κ’ η μικροπρέπεια όλων. Πώς να
‘βαζες, φίλε μου, τάξη
σ’ αυτό το χάος; Πώς να σταθείς κοντά
τους; Τώρα καταλαβαίνω.
Τις νύχτες, μες στα πλοία, όταν οι απλοί,
κουρασμένοι στρατιώτες
κοιμόνταν σωριασμένοι σαν τσουβάλια στο
κατάστρωμα,
αξιολάτρευτοι στην ευπιστία της νεότητας
τους,
μέσα στην άγνοια, τη ζωώδη αγνότητα, στο
σαρκικό τους κάλλος,
εύρωστοι από την άσκηση της χρήσιμης
δουλείας, στους αγρούς,
στα εργαστήρια, στους δρόμους, υποταγμένοι
στην ανάγκη και στην εύκολη ελπίδα,
με την πηγαία γενίκευση της δικής τους
αθωότητας, σαν πρόβατα
που τα οδηγούν στη σφαγή για τα συμφέροντα
άλλων, κι όμως
χαμογελώντας μες στον ύπνο τους,
παραμιλώντας, ροχαλίζοντας,
βλαστημώντας μια ονειρική αγελάδα ή
μουρμουρίζοντας πάλι και πάλι
ένα όνομα γυναικείο, ημίγυμνοι, σε νύχτια
στύση,
περιχυμένοι τη μυστική αιωνιότητα της
ωκεάνιας αστροφεγγιάς* —
αυτές τις νύχτες,
άκουσα, ανάμεσα στους παφλασμούς των
κουπιών, τις φωνές, τους καυγάδες
των αρχηγών, για λάφυρα πού δεν είχαν
ακόμη συναχτεί, για τίτλους
πού δεν είχαν ακόμη θεσπιστεί. Κ’ είδα στα
μάτια τους
το μίσος για όλους, τ’ άγριο πάθος των
πρωτείων,
και μέσα – μέσα, όπως στο βάθος σκοτεινής
σπηλιάς ανίσχυρη πυγολαμπίδα,
είδα και τη δική τους μοναξιά. Πίσω απ’ τα
γένια τους
σπίθιζε ολόγυμνη ή μοίρα τους, σαν πίσω
απ’ τα γυμνά κλαδιά ενός δάσους
μια στεγνή πεδιάδα στο φεγγαρόφωτο,
σπαρμένη μ’ άσπρα κόκκαλα.
Κ’ ήταν σα μια ευτυχία ή γνώση αυτή- — μια
άφεση,
μια κατευναστική παραδοχή, μια αδρανής
ευφροσύνη
απ’ την αφή του αιώνιου και του τίποτα.
Λίγες στιγμές,
παρ’ όλ’ αυτά, μπορούσα ακόμη νάχω το
προνόμιο:
να διακρίνω πίσω ή ανάμεσα από τις ασπίδες
και τα δόρατα
Ένα κομμάτι θάλασσα, λίγο λυκόφως, ένα
ωραίο γόνατο,
και να μ’ αρέσει, — ναι, παρ’ όλα αυτά- —
μια ελάχιστη δικαίωση,
κι όλος ο φόβος, αναρίθμητος κι άγνωστος,
διαλύονταν πέρα,
ένα βαθύ, ιλαρό σύννεφο στη μυθική
απεραντοσύνη.
Θυμάμαι μια νύχτα, πού πλέαμε με
πανσέληνο. Το φεγγαρόφωτο
απόθετε μια εντάφια, χρυσή προσωπίδα σ’
όλα τα πρόσωπα*
οι στρατιώτες, μια στιγμή, στάθηκαν και
κοιτάχτηκαν
σα να μη γνώριζε ό ένας τον άλλον ή σα να
γνωρίζονταν
γιά πρώτη τους φορά και, μεμιάς, όλοι
στράφηκαν
και κοίταξαν ψηλά τό φεγγάρι,
ακίνητοι όλοι, πάνω στο αεικίνητο πέλαγος,
σιωπηλοί, μαγεμένοι, σαν πεθαμένοι κιόλας
κι αθάνατοι.
Ορέστης (1962-1966)
Άκου, — δεν έπαψε ακόμη, δεν κουράστηκε.
‘Ανυπόφορη,
μέσα σ’ αυτή τη νύχτα την ελληνική — τόσο
ζεστή, τόσο γαλήνια,
τόσο ανεξάρτητη από μας κι αδιάφορη,
επιτρέποντας μας
μιαν άνεση — να ‘μαστε μέσα της, να την
κοιτάμε απ’ τα μέσα
κι από μακριά ταυτόχρονα να βλέπουμε τη
νύχτα
γυμνοί ως τις ελάχιστες φωνές των γρύλλων
της,
ως τις ελάχιστες φρικιάσεις του μαύρου
δέρματος της.
Πώς να γινότανε να μέναμε ανεξάρτητοι κ’
εμείς, με την ωραία
χαρά της αδιαφορίας, της ανεξιθρησκίας,
πέρα απ’ τα πάντα,
μέσα στα πάντα, μέσα μας — μόνοι,
ενωμένοι, αδέσμευτοι,
δίχως συγκρίσεις, ανταγωνισμούς, ελέγχους,
δίχως
να μας μετράει ή όποια αναμονή κι απαίτηση
των άλλων. Έτσι μόνο
να βλέπω το λουρί του σανδάλου σου, πού
μου χωρίζει
το μεγάλο σου δάχτυλο, το άμεπτο, προς μια
δική μου θέση,
προς ένα χώρο μυστικό, δικό μου, πλάι στις
ροδοδάφνες,
και τ’ ασημένια φύλλα της νύχτας να
πέφτουν στον ώμο σου
κι ό ήχος της κρήνης να περνάει
ανεπαίσθητα κάτω απ’ τα νύχια μας.
Άκου την, — ή φωνή της τη σκεπάζει σα
βαθύβουος θόλος
κ’ είναι ή ίδια κρεμασμένη μέσα στη φωνή
της
σα γλωσσίδι καμπάνας, και χτυπιέται και
χτυπάει την καμπάνα,
ενώ δεν είναι μήτε σκόλη μήτε ξόδι, μόνο ή
άσπιλη ερημιά των βράχων
και κάτω ή ταπεινή ησυχία του κάμπου,
υπογραμμίζοντας
αύτη την αδικαίωτη παραφορά, πού γύρω της
σαλεύουν σαν αθώοι παιδικοί χαρταετοί τ
αναρίθμητα αστέρια
με το χάρτινο αείροο θρόισμα της μεγάλης
ουράς τους.
*Ας μακρύνουμε λίγο από δω, να μη μας
φτάνει ή φωνή της γυναίκας
ας σταθούμε πιο κάτου — όχι στους τάφους
των προγόνων
όχι σπονδές απόψε. Τα μαλλιά μου
δε θέλω να τα κόψω, — εδώ πάνω
συχνά σεργιάνισε το χέρι σου. Τί όμορφη
νύχτα —
κάτι δικό μας, πού μακραίνει, αποσπασμένο
από μας, και το ακούμε
σα σκοτεινό ποτάμι να πορεύεται κατά τη
θάλασσα,
φέγγοντας πότε – πότε κάτω απ’ τα κλαδιά,
στο σπίθισμα των άστρων,
μέσα σε τούτο το δυναστικό, το ανήλεο
καλοκαίρι,
με αδιόρατες παύσεις, στιγμιαίες, με
τυχαία σκιρτήματα (ίσως κάποιος
να ρίχνει πέτρες στο ποτάμι) — αυτή ή
μικρή αναπήδηση
κι αστράφτουν χαμηλά τα τζάμια των
αμπελουργών. Παράξενο,
μια ολόκληρη ζωή με ετοίμαζαν κ’
ετοιμαζόμουνα γι’ αυτό. Και τώρα,
μπροστά στην πύλη αυτή, νιώθω ολότελα
ανέτοιμος —
τα δυό μαρμάρινα λιοντάρια — τάδες; —
τιθασεύτηκαν,
αυτά, πού ξεκίνησαν απ’ τα παιδικά μας
χρόνια τόσο ανένδοτα,
άγρια σχεδόν, με τη χαίτη ορθωμένη για ένα
παράτολμο πήδημα,
κατακάθισαν πια συμβιβασμένα στις δυό
επάνω γωνίες της εξώθυρας
με τρίχωμα νεκρό, με μάτια απόντα, — δεν
τρομάζουν κανένα, — με
μιαν έκφραση σκυλιών
τιμωρημένων, κι ούτε μάλιστα θλιμμένων,
πιστών, τυφλών σκυλιών, χωρίς μνησικακία,
γλείφοντας πότε – πότε με τη γλώσσα τους
το χλιαρό πέλμα της νύχτας.
‘Ανέτοιμος, ναι — δεν το μπορώ μου λείπει
ή αναλογία
εκείνη ή απαραίτητη με το τοπίο, την ώρα,
με τα πράγματα
και με τα γεγονότα — όχι λιγοψυχία, —
ανέτοιμος
μπροστά στο κατώφλι της πράξης, ολότελα
ξένος
μπροστά στον προορισμό πού οι άλλοι μου
έταξαν. Πώς γίνεται
οι άλλοι να ορίζουν λίγο – λίγο τη μοίρα
μας, να μας την επιβάλλουν
κ’ εμείς να το δεχόμαστε; Πώς γίνεται μ’
ελάχιστα νήματα
κάποιων δικών μας στιγμών να μας υφαίνουν
ολόκληρο το χρόνο μας, τραχύ και
σκοτεινόν, ριγμένον
σαν καλύπτρα απ’ το κεφάλι ως τα πόδια μας,
σκεπάζοντας
ολόκληρο το πρόσωπο μας και τα χέρια μας,
όπου αποθέσανε
ένα άγνωστο μαχαίρι — ολότελα άγνωστο —
και να φωτίζει
μι τη σκληρή του λάμψη ένα τοπίο, όχι δικό
μας, —
αυτό τω γνωρίζω : όχι δικό μας. Και πώς
γίνεται
να το αποδέχεται ή δική μας μοίρα, ν’
αποσύρεται
και να κοιτάει σαν ξένη εμάς τούς ίδιους
και την ξένη μοίρα μας,
μουγκή, αυστηρή, παραιτημένη, αμέτοχη,
ούτε με το ύφος καν μιας μεγαλοψυχίας ή
στωικότητας,
χωρίς τουλάχιστο να εξαφανίζεται, χωρίς να
πεθαίνει,
να μείνουμε έρμαιο έστω μιας αλλότριας
μοίρας,
αλλά μιας μόνον — όχι δίβουλοι και
μοιρασμένοι. Να την, πού μένει
εκεί, σαν νυσταγμένη — το ‘να της μάτι
κλειστό και τ άλλο διεσταλμένο,
αφήνοντας μας να τη βλέπουμε πού μας
παρατηρεί και διακρίνει
το αιώνιο μας ταλάντευα, χωρίς επιδοκιμασία
ή αποδοκιμασία.
Δυό έλξεις αντίρροπες μου φαίνεται ν’
αντιστοιχούν στα δυό μας πόδια,
κ’ ή μια έλξη απομακρύνεται όλο πιο πολύ
απ’ την άλλη
φαρδαίνοντας το διασκελισμό μας ως τον
διαμελισμό και το κεφάλι
είναι ένας κόμπος πού κρατάει ακόμη τό κομμένο
τούτο σώμα,
ενώ, θαρρώ, τα πόδια είναι πλασμένα να
μετακινούνται
ένα – ένα μόνο του, σ’ ένα ρυθμό και τα
δυό, σε μια κατεύθυνση,
στον κάμπο κάτω, δίπλα στα τσαμπιά των
σταφυλιών, ως τον ορίζοντα
πέρα πού ροδίζει,
μεταφέροντας ακέριο το σώμα μας — ή μήπως
γι’ αυτόν τον μέγα, τρομερό διασκελισμό
πλαστήκαμε
πάνω απ’ τον άγνωστο γκρεμό, πάνω απ’ τούς
τάφους και τον τάφο μας;
Δεν ξέρω.
Η Ελένη (1970)
(απόσπασμα)
Ναι, ναι, — εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας
πια δεν έρχεται. Κοντεύω
να ξεχάσω τα λόγια. Κι ούτε χρειάζονται.
Πλησιάζει θαρρώ τό καλο¬καίρι•
σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες — κάτι θέλουν
να πουν, — ανοησίες. Ή μιά τους
έχει βγει κιόλας έξω απ’ το παράθυρο,
τραβιέται, να σπάσει τούς κρί¬κους,
να φύγει πάνω απ’ τα δέντρα, — ίσως κιόλας
να ζητάει να τραβήξει
ολόκληρο το σπίτι κάπου άλλου — μα το
σπίτι αντιστέκεται μ’ λες τις γωνιές του
και μαζί του κ’ εγώ, παρ’ ότι νιώθω, εδώ
και μήνες, ελευθερωμένη
απ’ τούς νεκρούς μου κι απ’ τον ίδιο τον
εαυτό μου κι αύτη μου ή αντί¬σταση,
ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι το μόνο
δικό μου — ό δεσμός μου
μέ τούτο το κρεβάτι, με τούτη την
κουρτίνα• — είναι κι ό φόβος μου, σα να κρατιέμαι
ολόσωμη απ’ αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη
πέτρα πού φοράω στο δείχτη.
Αύτη την πέτρα περιεργάζομαι τώρα, σε
απέραντες ώρες, μέσα στη νύχτα —
μαύρη, χωρίς ανταύγειες — μεγαλώνει,
μεγαλώνει, γεμίζει
μαύρα νερά, — τα νερά πλημμυρίζουν,
ψηλώνουν βουλιάζω,
όχι στον κάτω βυθό, σ’ έναν επάνω βυθό από
κει πάνω
διακρίνω χαμηλά την κάμαρα μου, έμενα, τη
ντουλάπα, τις δούλες
να διαπληκτίζονται άφωνες βλέπω τη
μιά ανεβασμένη
σ’ ένα σκαμνί να καθαρίζει το τζάμι απ’ τη
φωτογραφία της Λήδας
με ύφος τραχύ, εκδικητικό βλέπω το
ξεσκονόπανο ν’ αφήνει
μιαν ουρά σκόνη από λεπτές φυσαλίδες πού
ανεβαίνουν και σπάζουν
με σιωπηλό μουρμουρητό γύρω στους
αστραγάλους μου ή στα γόνατα μου.
Βλέπω κ’ εσένα μ’ ένα πρόσωπο εμβρόντητο,
αμήχανο, τεθλασμένο
απ’ τις αργές κινήσεις του μαύρου νερού, —
πότε φαρδαίνει, πότε επιμηκύνεται
το πρόσωπο σου με κίτρινες
ραβδώσεις. Τά μαλλιά σου σαλεύουν προς τα πάνω
σαν ανάστροφη μέδουσα. Μα υστέρα λέω:
«είναι μονάχα μιά πέτρα,
μιά μικρή, πολύτιμη πέτρα». «Όλο το μαύρο
συστέλλεται τότε,
στεγνώνει κ’ εντοπίζεται σ’ έναν ελάχιστο
κόμπο, — τον νιώθω εδώ,
λίγο πιο κάτω απ’ το λαρύγγι μου. Και να
με πάλι
στην κάμαρα μου, στο κρεβάτι μου, πλάι στα
γνωστά μου φιαλίδια
πού με κοιτούν ένα – ένα κατανεύοντας —
είναι οι μόνοι βοηθοί μου
στην αγρύπνια, στο φόβο, στη θύμηση, στη
λησμοσύνη, στο άσθμα.
Εσύ τί κάνεις; Είσαι πάντα στο στρατό; Να
προσέχεις. Μη σκοτίζεσαι τόσο
για ηρωισμούς, για αξιώματα και δόξες. Τι
να τα κάνεις; Σου βρίσκεται ακόμα
κείνη ή ασπίδα όπου είχες χαραγμένη τη
μορφή μου; Ήσουν αστείος
με την ψηλή σου περικεφαλαία και τη μεγάλη
της ουρά, — τόσο νέος,
τόσο συνεσταλμένος, σα να ’χες κρυμμένο το
ωραίο πρόσωπο σου
στα πισινά πόδια ενός άλογου κ’ ή ουρά του
κρεμόταν ως κάτω
στη γυμνή ράχη σου. Μη θυμώνεις ξανά.
Μείνε λιγάκι ακόμα.
Πέρασε πια ό καιρός των ανταγωνισμών
στερέψανε οι επιθυμίες
ίσως μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε μαζί το
ίδιο σημείο της ματαιό¬τητας
όπου, θαρρώ, πραγματοποιούνται οι μόνες
σωστές συναντήσεις — έστω αδιάφορες,
μα πάντα πραϋντικές — ή νέα κοινότητα μας,
έρημη, ήσυχη, άδεια,
χωρίς μετακινήσεις κι αντιθέσεις, — ν’
αναδεύουμε μόνο τη στάχτη στο τζάκι,
φτιάχνοντας πότε – πότε με τη στάχτη ψηλόλιγνες, ωραίες τεφροδόχες,
ή, καθισμένοι κατάχαμα, να χτυπάμε
το χώμα με άηχες παλάμες.
Λίγο – λίγο τα πράγματα χάσαν τη σημασία
τους, αδειάσαν άλλωστε
μήπως είχαν ποτέ τους καμιά σημασία; —
χαλαρωμένα, κούφια
εμείς τα γεμίζαμε με άχυρο ή πίτουρο, να
πάρουν σχήμα,
να πυκνώσουν, να στεριώσουν, να σταθούν, —
τα τραπέζια, οι καρέκλες,
τα κρεβάτια πού πάνω τους πλαγιάζαμε, τα
λόγια — πάντοτε κούφια
σαν τα πανένια σακούλια, σαν τις λινάτσες
των έμπορων —
απ’ έξω κιόλας ξεχωρίζεις τα προϊόντα πού
περιέχουν
πατάτες ή κρεμμύδια, στάρι, καλαμπόκι,
μύγδαλα ή αλεύρι.
Καμιά φορά, πιάνεται το τσουβάλι σε μιά
πρόκα στη σκάλα
ή στο γάντζο μιας άγκυρας κάτω στο λιμάνι,
γίνεται μιά τρύπα,
ξεχύνεται το αλεύρι — ένα ανόητο ποτάμι.
Το τσουβάλι αδειάζει.
Το αλεύρι το μαζεύουν οι φτωχοί με τις
φούχτες τους, να φτιάξουν
τίποτα πίττες ή κουρκούτι. Το τσουβάλι
σωριάζεται. Κάποιος
το σηκώνει απ’ τις δυο κάτω γωνιές του- το
τινάζει στον αέρα-
ένα σύννεφο άσπρη σκόνη τον τυλίγει-
ασπρίζουν τα μαλλιά του-
ασπρίζουν προπάντων τα φρύδια του. Οι
άλλοι τον κοιτάζουν.
Τίποτα δεν καταλαβαίνουν περιμένουν ν’
ανοίξει το στόμα, να μιλήσει.
Αυτός δε μιλάει. Διπλώνει το τσουβάλι στα
τέσσερα- φεύγει
έτσι άσπρος, ανεξήγητος, αμίλητος, σα
μεταμφιεσμένος
σαν ένας λάγνος γυμνός σκεπασμένος μ’ ένα
σεντόνι,
ή σαν πανούργος νεκρός, αναστημένος μες
στα σάβανα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου