Γιάννης Ρίτσος 3 Άπαντα συνέχεια.........

Αίας  (1967-1969)
Ακόμα και την ώρα του έρωτα, τη νύχτα, στο κρεβάτι, ξάφνου
ν’ αναθυμόμαστε πού ξεχάστηκαν στην αυλή τα μανταλάκια της πλύσης
και θα σαπίσουν απ’ την υγρασία. Αχ, ανόητες, έτσι
μας διώχνετε έξω απ’ το κρεβάτι, έξω απ’ το σπίτι, έξω απ’ τον κόσμο,
έξω απ’ το πραχτικό, σοφό μυαλό σας, το δοκιμασμένο
με συνταγές μαγειρικής, γλυκών, ποτών, φαρμάκων έξω
από την ίδια τη ζωή με τα μικρά, Ιερά, καθημερνά συμβάντα,
με τα μικρά, χεροπιαστά αντικείμενα πού ξεκουράζουν απ’ τ’ άπιαστα μεγάλα.

Εμένα δε με ρώτησε ποτέ κανένας σας πού στρέφει το μυαλό μου και το
μάτι, ποιους τρόμους,
ποιες αδικίες, ποιους φθόνους αντικρίζω (ο ατρόμητος, βλέπετε) ή έστω
αν με πονάει το δόντι ή το κεφάλι, σάμπως να μην έχω
δόντια κ’ εγώ ή κεφάλι, παρά πέτρα ή σκέτο αγέρα. Τί κοιτάζεις, έτσι ;
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.
Κ’ η μαύρη μύγα, να ‘τη, στου βοδιού το κέρατο τα νύχια της τροχίζει.

«Ε, να, λοιπόν, ό δυνατός εγώ, ό αδάμαστος• — κοιτάχτε με. Κανένας
μερίδιο απ’ τα δικά μου βάσανα δε ζήτησε ποτέ του. Εσείς οι αθώοι,
οι πονηροί, οι απελπισμένοι κ’ υστερόβουλοι, για μένα
άλλο δεν είχατε από θαυμασμό συφερτικό, καθόλου αγάπη,
μονάχα θαυμασμό απαιτητικό. Θυμώνετε κιόλας από πάνω
για κάθε μου ανημπόρια, σάμπως να σας πρόδωσα. Και σας πρόδωσα, αλήθεια,
μια και τον εαυτό μου έχω προδώσει. Να με, σωριασμένος εδώ χάμου•
κ’ οι εχθροί μου
να με περιγελάνε, να κρυφογελάνε. Χτες, όλη νύχτα,
παραμόνευαν, κυκλοφέρναν το σπίτι  με βλέπαν. Κοιτούσαν
απ’ τα παντζούρια, απ’ τις κουρτίνες, απ’ τις κλειδαρότρυπες, απ’ τα           
ντουλάπια —
άκουγα τα τριξίματα στο πάτωμα, τις γρατζουνιές στον τοίχο. Σαν βγήκα
κρυφτήκανε πίσω απ’ τα δέντρα. Με παραμόνευαν. «Ένα άσπρο φεγγάρι,
άσπρο σαν το χασέ, τεράστιο, ανέβαινε απ’ την «Ίδη  μιά άσπρη πάχνη
μου σκέπασε τα μάτια  ξεχάστηκα, — τι  ήταν ; — Ένα άσπρο μαντίλι
όπως παιδιά πού παίζαμε τυφλόμυγα στη Σαλαμίνα, δίχως να
           καταλαβαίνεις
ποιος κι από πού σε φωνάζει μ’ αλλαγμένη φωνή, σάμπως να ‘σαι
μέσα σε μιά μεγάλη, σκοτεινή εκκλησία μες στο λιοπύρι, κ’ οί εικόνες
χλωμές, ψηλές, κάτι μιλάνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα για σένα —
ένα πελώριο φίδι, ένα λιοντάρι μ’ ένα αγκάθι στο πέλμα,
ένα κομμένο κεφάλι στο δίσκο, δυό μάτια σκιασμένα,
ένα ολομόναχο μεγάλο μάτι, γενειάδες, το αίμα πού στάζει
 απ’ την άκρη της λόγχης, καπνός, καμένη δάφνη, τα μικρά κουδούνια.
Είπα να κάνω πίσω —

Ποιό ‘ναι το μπρος ; ποιό το πίσω ; Το φεγγάρι είχε ασβεστώσει το δρόμο
έλαμπε ολάκερος ό δρόμος, κ’ εγώ φαινόμουν πελώριος• με βλέπαν
από παντού. Πώς να γυρίσω ; Ακόμα κ’ η σκιά μου
μ’ είχε παρατημένο — είχε λιώσει στη λάμψη του άσβεστη —
έκτος αν ήταν αλάτι. Μεγάλα χταπόδια, ξερά, σταυρωμένα
επάνω σε καλάμια, κρέμονταν στους τοίχους. Τό σπαθί μου
πότε μεγάλωνε λαμποκοπώντας ασήκωτο, φωτίζοντας με ακέριον
κι  άλλοτε μίκραινε πολύ σα βγαλμένο, παιδιάστικο νύχι.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τή μάντρα.

«Όλα τα σπίτια κλειδωμένα, — εμένα μ’ είχαν κλείσει απ’ 6ξω. Χάλκινοι χαλκάδες
γυαλίζανε στις πόρτες. Μεγάλα στεφάνια από βαρέλια
κυλούσαν απ’ τούς λόφους — με παγίδευαν. Το τεράστιο φεγγάρι
           κύκλους – κύκλους
άνοιγε ξεροπήγαδα να πέσω  μέσα. Δεν μπορούσα
μήτε να περπατήσω μήτε να σταθώ. Κι ακούγονταν τα βήματα μου
στο καλντερίμι ξένα, αγύριστα, προδοτικά, ώσπου κάτω στο λιμάνι
ακούστηκε να σέρνουν μιά αλυσίδα, και σώπασαν τα πάντα.

Τότε μου κλείσαν όλα τα περάσματα- — σκοινιά λιωμένα, κρότοι μεταμφιεσμένοι
επάνω στους καταυλισμούς είχαν σβήσει οί φωτιές τριγύρω οι μάντρες
σπίθιζαν με μικρά τσιμπούκια πήλινα. Μεγάλες προσωπίδες
κρεμόντανε στον αέρα, — κ’ ήταν αυτοί, στις αυλές των γειτόνων,
αυτοί, με χαρτονένιες αποκριάτικες μουτσούνες, παρασταίνοντας
τα βόδια, τα γαϊδούρια, τ’ άλογα, τα πρόβατα, — δεν μπορούσανε πια να            
                  μου ξεφύγουν
περπατούσαν στα τέσσερα κάνοντας τα τετράποδα — δε μουγκάνιζαν
μπουσουλούσαν στο χώμα σαν τεράστια βρέφη. Η σιωπή καμπυλωνόταν
επάνω μου σα γυάλινη καμπάνα, — φοβόμουν μην τη σπάσω. Και ξάφνου,
άκουσα από χιλιάδες μυστικές γωνιές να μου φωνάζουν φρικτό τ’ όνομα μου,
πάλι και πάλι τ’ όνομα μου, βουίζοντας μέσα στα λούκια, μέσα στ’ άδεια πιθάρια,
μες στις λεκάνες των αποχωρητηρίων, μες στους καπνοδόχους τ’ όνομα μου
άλλοι μακριά με γυναικείες φωνές κι άλλοι κοντά μου με φωνή βροντώδη
μιμούμενοι την ίδια τη φωνή μου «ό Αίας, ό Αίας, ό Αίας»,
με μιαν ανόητη κομπορρημοσύνη «ό Αίας, ό Αίας», τόσο
πού μίσησα για πάντα τ’ όνομα μου, — ώ, πια, να μην τ’ ακούω,
κανένας να μην το προφέρει πια να μείνω ανώνυμος, λησμονημένος,
δεμένος κάτω απ’ την κοιλιά του άλογου μου. Δεν άντεξα τότε,
σήκωσα το σπαθί μου, χτύπησα, τούς μάντρωσα όλους,
τούς έσυρα εδώ μέσα — κοίταξε τους — κ’ ήτανε τα ζώα ετούτα.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.
   


Χρυσόθεμις  (1967-1970)

(απόσπασμα)

Αργά το απόγευμα, χειμώνα – καλοκαίρι, στον κήπο, ή εδώ στο παρά¬θυρο, κάτω
απ’ την επίδραση του αποσπερίτη, ανέβαζα τ’ αριστερό μου χέρι
ν’ αγγίξω τα χείλη μου, αργά, προσεχτικά, αφηρημένα, γύρω – γύρω,
σα να ‘ταν να βοηθήσω στο σχηματισμό μιας άγνωστης λέξης ή σα να ‘ταν
να στείλω κάπου ένα φιλί αναβλημένο.
Κείνα τα χρόνια,
πολλές φορές, σεργιανώντας μονάχη στον κήπο, μου ‘χε τύχει
να ‘ρχεται αθόρυβα πίσω απ’ τη ράχη μου ή σελήνη, και ξάφνου
να μου σκεπάζει με τις δυο παλάμες της τα μάτια. «Ποιος είμαι;», ρω¬τούσε.
«Δεν ξέρω, δεν ξέρω», αποκρινόμουν για να με ξαναρωτήσει.

Εκείνη δε ρωτούσε πια. Χαλάρωνε τα δάχτυλα της. Έστρεφα πίσω.
Οι δυό μας, πρόσωπο με πρόσωπο. Το δροσερό μάγουλο της
πάνω στο μάγουλο μου- κι όλο το χαμόγελο της — της το άρπαζα κ’ έ¬τρεχα
με κυνηγούσε ολόγυρα στο σιντριβάνι.
Κάποια νύχτα
μ’ έπιασε επ’ αυτοφώρω ή μητέρα: ((Με ποιόν κουβεντιάζεις;».
«Κυνηγούσα τη γάτα μη φάει τα χρυσόψαρα», αποκρίθηκα. «Ανόητη»,
είπε ή μητέρα  ((δέν εννοείς να μεγαλώσεις». Κείνη τη στιγμή,
όντως ή γάτα τρίφτηκε στα πόδια μου. Ένα μεγάλο χρυσόψαρο
τινάχτηκε έξω από το σιντριβάνι. Τό άρπαξε ή γάτα
και κρύφτηκε μες στις τριανταφυλλιές. Φώναξα. Την κυνήγησα —
(τρόμαξα μη μου φάει τόνα χέρι της σελήνης)- κ’ ή μητέρα με πίστεψε.

«Έτσι γίνεται πάντοτε. Δεν ξέρουμε πια πώς να φερθούμε,
πώς να μιλήσουμε, σε ποιόν, και τί να πούμε. Μένουμε μόνοι
με αφανείς δυσκολίες, σε αφανείς πολέμους, χωρίς νίκη ούτε ήττα,
με πλήθος αφανείς εχθρούς ή, μάλλον, εχθρότητες. Ωστόσο
και με πολλούς συμμάχους — αφανείς κι αυτούς — καθώς ή σελήνη
του παλιού κήπου, καθώς τ6 χρυσόψαρο ή ακόμη κ’ ή γάτα.

Μιαν άλλη νύχτα, (έκανε ζέστη αφόρητη μες στην τραπεζαρία —
καλοκαίρι
ολάνοιχτα παράθυρα τραβηγμένες κουρτίνες), ή μητέρα
φαινόταν οργισμένη, το ίδιο κι ό πατέρας, κ’ ή μεγάλη αδελφή
μου μιλούσαν δυνατά — μεγάλωνε το στόμα τους γεμάτο σκοτάδι πότε -πότε
φωτίζονταν απ’ τις λυχνίες ή γλώσσα τους σα να πασκίζαν
να καταπιούν μιά γουλιά φως δεν τα κατάφερναν πνίγονταν
έπνιγε ό ένας τον άλλον. Τούς κοιτούσα. Δεν ξεχώριζα λόγια.

Κείνη την ώρα μπήκε απ’ το παράθυρο μιά νυχτερίδα
κουβαλώντας μαζί της λίγα αστέρια, ένα κομμάτι βελούδινη νύχτα,
δυό φύλλα μουριάς, (ναι, μουριάς), το ελάχιστο βέλασμα
ενός μικρού προβάτου πλάι στο ποτάμι, την ώρα πού το άστρο
         των  ποιμένων
τρέμει μες στο νερό τόσο φιλέρημο, τόσο συγκινημένο
πού τα σπουργίτια αναστενάζουν στον ύπνο τους, γυρνώντας
άπ’ τ’ άλλο τους πλευρό, και τα πρόβατα υπόσχονται στο θεό τους
να γίνουν ακόμη πιο καλά. Μεμιάς οι μεγάλοι σώπασαν.

Μπορεί και ν’ αφουγκράστηκαν κείνο τό βέλασμα. Μπορεί να φοβήθη¬καν
το μακρινό, το ωραίο, το άγνωστο. Ωστόσο το ακούσανε. Τότε, ή μη¬τέρα
άρπαξε μιά πετσέτα απ’ το τραπέζι και κυνήγησε τη νυχτερίδα
παρά λίγο να σβήσουν κ’ οι λυχνίες.



Ισμήνη (1966-1971)

(απόσπασμα)

Τότε ήτανε που εχάθη για τρεις μέρες ή αδελφή μου.
Θαρρώ πώς είχε καταφύγει στου πατέρα σας. Αυτός μας την έφερε
πάνω σ’ ένα μουλάρι. Στο σαμάρι του κρέμονταν ανάποδα
δυο λευκές κότες κ’ ένας κόκορας πολύχρωμος — μου ‘κανε εντύπωση
η άνεση που είχαν στην αντεστραμμένη εκείνη στάση, — μήπως κού¬ραση;
μήπως υποταγή; γλυκεία σοφία του αναπότρεπτου; Εκείνη ούτε τα πρόσεξε.

Η αδελφή μου θαρρείς και ντρεπόταν πού ήταν γυναίκα. ‘Ίσως αυτό
να ‘ταν ή δυστυχία της. Κ’ ίσως γι’ αυτό να πέθανε. Καθένας μας ίσως
θα ‘θελε να ‘ναι κάτι άλλο απ’ ότι είναι. Άλλος τ’ αντέχει περισσότερο ή λιγότερο,
άλλος καθόλου. Η μοίρα, καθώς λένε, μας δένει μες στον κύκλο του ακατόρθωτου
να τριγυρνάμε γύρω – γύρω στο πηγάδι, όπου μέσα του μένει
κλεισμένο, σκοτεινό, αξεδιάλυτο το πρόσωπο μας. Η αδελφή μου
αρνιόταν να παραδεχτεί και να υπακούσει, — αλύγιστη ή απελπισμένη.

Ωστόσο, κάποιο μεσημέρι του καλοκαιριού, πού όλοι κοιμόνταν, την ώρα πού κατέβαινα ξυπόλυτη τη σκάλα, την είδα
μπρος στο κελάρι της τραπεζαρίας, με μιά γαβάθα πετιμέζι στην πο¬διά της,
να τρώει μεγάλες κουταλιές μουλιασμένο ψωμί. Γύρισα κ’ έφυγα.
 Ακούστηκαν μεμιάς τα τζιτζίκια πού φώναζαν στον κήπο. Δε με είδε.

Ποτέ δεν της το ‘πα. Δεν έμαθε. Πολύ τη λυπόμουν.
Πεινούσε κ’ εκείνη (και το ‘ξερε). Μπορεί και ν’ αγαπούσε. Δεν το ανε¬χόταν
να σκύψει μπρος στην ιδία της επιθυμία, πού δεν ήταν, βέβαια,
δικό της έργο, δική της εκλογή. Μόνο το θάνατο της, — Όχι
μόνο την ώρα και τον τρόπο του θανάτου της μπορούσε να διαλέξει.
Κι αλήθεια, διάλεξε. Κ’ εκείνο της το «άκλαυτος, άφιλος»,
ιδίως εκείνο το «ανυμέναιος», ήταν ή μόνη της ομολογία,
η πρώτη ωραία ταπεινοσύνη της, ή μόνη θηλυκή της γενναιότητα, η
 τελευταία και μόνη της ειλικρίνεια, πού έτσι σα να δικαίωσε κάπως
την πικραμένη υπεροψία της. Αυτό τη συχώρεσε στα μάτια μου.

Κ’ εκείνο τ’ άλλο — όταν ανοίξαμε κάποτε το βάζο με το πετιμέζι
και το ’βραμε μισοάδειο, (όλοι κοιτούσαν παραξενεμένοι)
μιά κοκκινίλα ανέβηκε στα μάγουλα της. Εγώ κοίταζα άλλου. Στα πα¬ράθυρα
η μέρα ήταν κάτασπρη και δύσκολη, τόσο πού ευχήθηκα μέσα μου
την τύφλωση όλων για όλα. Λίγα ανόητα τριαντάφυλλα ξεμύτιζαν
από τον κήπο ως το περβάζι. Κ’ ένιωσα, πρώτη μου φορά, πώς ο θάνατος
δεν είναι μαύρος, άλλα άσπρος — δεν μπορείς να κρυφτείς. Δυο υπηρέ¬τριες
τιμωρήθηκαν για κείνη την κλοπή. Θαρρώ πως από τότε
είχε αποφασισμένο πια το θάνατο της, — παραμόνευε, περίμενε.

Είχε τρομάξει ή ανήμπορη την αμαρτία — ποιά αμαρτία; —
γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας; Ποτέ της
δεν ήταν ή αδελφή μου τόσο ωραία, Όσο νεκρή• εγώ μόνη μου
της έβαψα έντονα τα μάγουλα (μπορεί και να θυμήθηκα
εκείνο της το ερύθημα μες στην τραπεζαρία, μπροστά στο βάζο),
της έβαψα τα χείλη βυσσινιά, και τα μάτια κατάμαυρα, τεράστια
με καμένο φελλό (ποτέ της δε βαφόταν). Της φόρεσα
πενταπλά περιδέραια να κρύψω το σημάδι του λαιμού της,
τα σκουλαρίκια εκείνα με τούς δυό γυμνούς ερωτιδείς, δαχτυλίδια, βρα¬χιόλια,
και μιά φαρδιά, χρυσή πόρπη στη ζώνη της. «Έτσι, βαμμένη, στολι¬σμένη,
είχε αποχτήσει μιά παράξενη ομοιότητα μ’ εμένα.
«Πώς μοιάζει της Ισμήνης», είπε σιγά ένα κορίτσι. Τώρα
είχε παραιτηθεί απ’ τις τρομερές της αποφάσεις, απ’ τούς ηθικούς κα¬νόνες,
απ’ όλες τις ανόητες αντρικές φιλοδοξίες και ιδεοληψίες. Πεθαμένη,
είχε γίνει επιτέλους γυναίκα.
Και πλάι της ό μνηστήρας της
γυμνός — (πώς γίνεται, με τόση ακρίβεια, μες απ’ το θάνατο,
να διακρίνουμε το κάλλος του σώματος;  – ίσως
γιατί ευωδιάζαν τα πορτοκαλάνθια που τους είχαν ραντίσει)
κι αυτή η γαμήλια νεότητα, ολοκληρωμένη κι απροστάτευτη-απόρθητη-

Κανείς σχεδόν δεν πρόσεχε το λείψανο της Ευρυδίκης. Οι γυναίκες
αργούσανε πολύ να σαβανώσουν τον Αίμονα, επιμέναν
να του πλένουν προσεχτικά πάλι και πάλι ένα – ένα τα δάχτυλα
στα πόδια και στα χέρια, τις μασκάλες, τα στήθη, τα σκέλη,
κ’ η κίνηση του μαλακή (καθώς τον γύριζαν) της εγκατάλειψης,
ή μάλλον της παράδοσης, μου θύμισε κείνη τη νύχτα στον κήπο,
το μεγάλο φεγγάρι, το νερό που μ’ έβρεχε- — θα ‘θελα πάλι
να του φορέσω τα ρούχα μου, — δεν τόλμησα. Μια πεταλούδα
πορτοκαλιά με μαύρες βούλες μπήκε απ’ το παράθυρο
και στάθηκε στο φύλο του. Τότε οι γυναίκες βαλαν μονομιάς τούς θρή¬νους
και τον έντυσαν γρήγορα. Τότε έγινε στ’ αλήθεια νεκρός.

«Έξω, στο περιστύλιο, ακούστηκε ό άγριος βόγγος του Κρέοντα
κ’ ή κλαγγή του σπαθιού του υπογραμμίζοντας τη σιωπή των φρουρών του.

Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνο
για να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμ¬ματα
αυτής της άδικης ερώτησης κινείται ή ζωή μας.



Φαίδρα (1974-1975)

(απόσπασμα)

Όλη μέρα
περιμένω τη νύχτα μήπως οι ίσκιοι μου αφομοιωθούν απ’ το σκοτάδι
για να μπορέσω να πιάνω λιγότερο χώρο, να κλειστώ στον πυρήνα  μου, να ‘μαι σαν ένας κόκκος στάρι μες στο χώμα. Δεν τα καταφέρνω.
Οι σκιές μου δεν απορροφιούνται απ’ το σκοτάδι- αντίθετα μάλιστα
κυριεύουν ολόκληρη τη νύχτα. Και τότε
διευρύνομαι μαζί τους κ’ εγώ, απορημένη, βουβή, βυθισμένη,
μ’ όλη την επιφάνεια μου τανυσμένη απ’ την πυκνότητα του βάθους, ενώ
γυμνή ή επιθυμία μου, στίλβουσα, ολόλευκη, επιπλέει
επάνω στο σκοτάδι σαν πνιγμένη γυναίκα με κοιλιά τυμπανισμένη,
με διογκωμένο αιδοίο — μιά γυναίκα με μάτια κλεισμένα, φωτισμένη
απ’ το φεγγάρι —
όχι πνιγμένη, απλώς επιπλέουσα ανάσκελα — μιά έγκυος γυναίκα.

Και να ξανά να περιμένω πώς και πώς τη μέρα, να λαλήσουν
οι πετεινοί στους φράχτες, ν’ ακουστούν έξω στο δρόμο
τα βήματα του τροχιστή, του αγγειοπλάστη, του πλανόδιου μανάβη, του          ιχθυοπώλη,
οι χτύποι των σφυριών στα μαρμαράδικα ή στα ξυλουργεία, να ξεχω¬ρίσουν
μιά-μιά οι σκιές μου για να μοιραστώ τις σκιές μου, να μην είμαι μόνη με μόνη.

Δεν τις αντέχω αυτές τις νύχτες της άνοιξης. Οι ατμοί ανεβαίνουν απ’
τη γη, πυκνώνουν,
σε πιέζουν μαλακά-μαλακά, σάρκα με σάρκα. Ένα φρικίασμα
διατρέχει τον αέρα, περνάει απ’ τη μιά κάμαρα στην άλλη  εισδύει
στο τρίτο δωμάτιο, το ρόδινο, εκεί πού κοιμάσαι. Οι  οπλές των άλογων χτυπούν στον υπαίθριο σταύλο — ίσως κ’ εκείνο
το ολόλευκο άλογο πού σου ‘λεγα — τώρα κουτσό (δε διακρίνω
          τέταρτο χτύπο) —
τί λόγια αποσιωπημένα ακούγονται, τί κραυγές κρατημένες,
ήχοι από αυλούς, κιθάρες, άστρα. Ένα μονό κουπί στο νερό —
       αυτό πού με σκάβει
σε ισόχρονα διαστήματα, ως το σπασμό της ηδονής και πιο πέρα
ως τον καινούργιο σπασμό και τον άλλον — ανεξάντλητος.

 Και τα σεντόνια μουσκεμένα από νερά χλιαρά, σπέρμα κ’ ίδρωτα,
και τα φορέματα, τα εσώρουχα, ριγμένα στο πάτωμα χάμω
και τ’ άλλα μέσα στα σεντούκια ή στις ντουλάπες συσπασμένα να   
         στάζουν, να στάζουν
μικρές σταλαματιές πού αμέσως πήζουν, κρυσταλλώνουν,  σταλαχτίτες,   
     σταλαγμίτες
  σε βαθιά σπήλαια μέσα μας — περίεργα γυάλινα δάση,
  γυάλινα αγάλματα πουλιών, ανθρώπων, δέντρων, ζώων,
γυάλινα ερωτικά συμπλέγματα σέ μιαν υπόγεια, πυρετική υγρασία.

Καμιά φορά περνάει συρτά μιά πράσινη σαύρα από κει μέσα
με μάτια ξαφνικά μεγαλωμένα — καταπράσινα μάτια
αφήνοντας μιά πράσινη ανταύγεια στα υπόλευκα κρύσταλλα
στους κάθετους, θαμπούς, στενόμακρους καθρέφτες. Ή σαύρα
παρατηρεί με αμήχανη έκσταση, με μιά καχύποπτη προφύλαξη, και μένει
ασάλευτη, μαρμαρωμένη, χάνοντας το πράσινο χρώμα της. Άλλοτε πάλι

 ένα έντομο μαύρο, στρογγυλό, ξετρυπώνει απροσδόκητα από κάπου
με τα φτερά του μαζεμένα κάτω απ’ το σκληρό του κέλυφος ψαύει
με χίλια λεπτεπίλεπτα πόδια τη γλιστερή επιφάνεια
δεν προχωρεί στέκεται εκεί — ένα μαύρο μάτι
όχι τυφλού, — ένα μάτι βγαλμένο, αποκομμένο
απ’ τα προσωπικά του νεύρα — ένα μάτι
καμπύλο, πανεποπτικό.
Στέκεται, ορά, αποτρέπει — ένας κόμπος
όπως αυτός στο λαιμό, πού σ’ εμποδίζει νά μιλήσεις,
πού σ’ εμποδίζει και να δεις, — ένα κάτι
σαν καρδιακή συγκοπή• — κ’ είναι το τέλος πού βλέπει το τέλος.


Όταν έρχεται ο ξένος

(αποσπάσματα)

Την ώρα που μέναμε κλεισμένοι στη μεγάλη κάμαρα με τους σκεπασμέ- νους καθρέφτες, ήρθε Εκείνος, ακάλεστος, ξένος – τι ζητούσε; Εμείς δε θέλαμε να δούμε, ν’ ακούσουμε, να τον αναγνωρίσουμε. Το σκονισμένο του ρούχο ελεητικό – δε ζητούσαμε εμείς ευσπλαχνία – τα λιωμένα παπούτσια του απαιτούσαν συμπάθεια, – δεν είχαμε εμείς να δώσουμε τίποτα – ξένος, ακάλεστος, αμέτοχος στη λύπη μας, ήρθε να λυπηθεί εμάς, πίσω απ’ τα σκονισμένα γένεια του τρεμόφεγγαν τ’ αστέρια του χαμόγελου μ’ αυτή την αυταρέσκεια της επιείκειας, με τη συγκατάνευση της αρχαίας δοκιμασίας του, σα ναλέγε: «Κι αυτό θα περάσει», όπως οι κεντημένες μπάντες στους τοίχους των παλιών σπιτιών σμίγοντας μια νοικοκυρίστικη σοφία με πολλά παράταιρα μεταξωτά λουλούδια τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, πανσέδες (όχι μενεξέδες) κ’ οι κορδέλες ολόγυρα οι κεντημένες κίτρινες. Τι ήθελε;
Κι αν έχουμε δε θέλουμε να δώσουμε τίποτα. Ας μας αφήσουν επιτέλους στο σεπτό σεβάσμιο πένθος μας, στο θάνατό μας, στην περιφάνεια μας να μη δειλιάζουμε μπροστά στις σκιές των πρα- γμάτων, να μας αφήσουν να εξαντλήσουμε τη στάση της γονυκλησίας μας, ακούγοντας παρήγορο τον ξυλοφάγο στις γωνιές της σιωπής. Να φύγει είπαμε, ξένος, ακάλεστος, ύπουλος, – υποκρινόταν το φτωχό για να πιστέψουμε στον πλούτο μας, να μη μας ταπεινώσει, να μας δωροδοκήσει με την ορφάνεια του, με την αχάμνια του (έδειχνε κιόλας τα γυμνά πλευρά του, το φαρδύ του στέρνο) για ν’ αποσπάσει από μας ένα χαμόγελο πάλι, μια νέα μαρτυρία ζωής. …………………………………………………………………….
Έξω απ’ το παράθυρο φωτίζονταν ο αντικρινός τοίχος κάτασπρος με το διαγώνιο ήλιο, τραβούσε το βλέμμα, τραβούσε την ακοή, δεν ακούγαμε το ίδιο μας το κλάμα. Εκείνα που χάσαμε και χάνουμε, έλεγε, εκείνα που έρχονται, προπάντων εκείνα που φτιάχνουμε, είναι δικά μας, μπορούμε να τα δώσουμε, – έτσι έλεγε – ακάλεστος, ξένος, απαράδεχτος, κι είταν τα λόγια του σα μια σειρά σταμνιά σε νησιώτικα παράθυρα γερά, καλόκαρδα σταμνιά, ιδρωμένα, θυμίζοντας το δροσερό νερό σε νεανικά στόματα κι ας αρνιόμαστε το νερό και τη δίψα μας – θυμίζανε, ή τις γλάστρες με τα βασιλικά, τα γεράνια, την αρμπαρόριζα, την ώρα που βραδιάζει και γυρίζουν τα ζώα απ’ τη βοσκή κι ο χρόνος είναι μαλακός κι απέραντος, διακεκομμένος μόνο απ’ τα κου- δούνια των προβάτων -διάφορα μέταλλα, διάφοροι ήχοι, διάφορη απόσταση, πιστοποιώντας την απεραντοσύνη σε κάθε κατεύθυνση μπροστά ή πίσω, απ’ τονα ή τ’ άλλο πλάι, πάνω ή κάτω.
Η στιγμή δεν ήταν πια ένα κλείσιμο μα το κέντρο μιας έκτασης μ’ άπειρη περιφέρεια πέρα απ’ τα βουνά και τον ορίζοντα, πίσω απ’ το χτες και το αύριο, πέρα απ’ το χρόνο, σ’ όλο το χρόνο τον πεθαμένο και τον αγέννητο, πάνω απ’ τον καπνό των βραδινών καπνοδόχων που μοσκοβολούσε ταπεινότητα, καρτερία, μετριοπάθεια, πέρα, πάνω απ’ τους λύχνους που ανάβαν πριν απ’ τ’ άστρα, πάνω απ’ τ’ άστρα πού άναβαν πριν απ’ την προσοχή μας και τη γνώση μας –
Ευτυχισμένα τ’ άστρα, πράα, ευοίωνα, δίχως καθόλου προαίσθημα θανάτου, δίχως καθόλου θάνατο. …………………………………………………………………….
Όλα δικά μας, – είπε ο Ξένος. Όλα του κόσμου τούτου – και τους νεκρούς μας τους κουβαλάμε μέσα μας χωρίς ο χώρος να στενεύει, χωρίς να βαραίνουμε – συνεχίζουμε τη ζωή τους απ’ τις βαθιές στοές και τις έρημες ρίζες, τη δική τους ζωή, τη δική μας ακέρια μες στον ήλιο. Τότε ακριβώς είναι που γίνεται μια μεγάλη ησυχία, μια μεγάλη διφάνεια, διακρίνονται πέρα τα γαλανά νησιά και τα νησίδια που ποτέ ως τότε δε φάνηκαν κι ακούγεται ευδιάκριτα η χορωδία των μικρών κοριτσιών απ’ την αντί- πέρα όχθη των μικρών κοριτσιών που φύγανε νωρίς, αφήνοντας μισοτελειωμένη την πρώτη τους συνομιλία με μια μαργαρίτα.
Σας έλεγα, λοιπόν, πως δεν υπάρχει ο θάνατος, – τελείωσε ο Ξένος ήμερα, απλά, τόσο που εμείς χαμογελάσαμε χωρίς δισταγμό, δε φοβηθήκαμε τους σκεπασμένους καθρέφτες. Ενας τρίγωνος ήλιος στον απέναντι τοίχο είχε επιμηκυνθεί, φωτιζόταν ολόκληρο το βορινό δωμάτιο από μια μόνιμη αντανάκλαση. Μας πήρε το άρωμα από βουνά καρπών που ξεφόρτωναν στα μανάβικα. Ακούσαμε τους χτύπους στο γειτονικό σιδεράδικο και τα τραμ που έστριβαν δίπλα στα κρεοπωλεία.
Είχαμε την ισόρροπη αίσθηση μιας αφάνταστης ειρηικής συγκομιδής από μεγάλες, τετράδιπλες, ζαχαρωμένες ντομάτες, τοποθετημένες με προσοχή και τάξη σε ορθογώνια καφάσια που μεταφέρονταν απ’ τις αγροτικές περιοχές ίσα στις αγορές των πόλεων και στα πολύ- βουα λιμάνια. Πελώρια αυτοκίνητα τρέχαν στους ηλιόλουστους δρόμους σα μυστικά, ολοπόρφυρα βουνά. Σηκωθήκαμε, ξεσκεπάσαμε τους καθρέφτες, κοιταχτήκαμε, κι ήμασταν νέοι πριν από χιλιάδες χρόνια, νέοι ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια, γιατί ο χρόνος κι ο ήλιος έχουν την ίδια ηλικία – την ηλικία μας, κι αυτό το φως δεν ήτανε καθόλου αντικατοπτρισμός μα το δικό μας φως φιλτραρισμένο μέσα απ’ όλους τους θανάτους.
Κι αυτός ο Ξένος ήταν πιο δικός μας…………..




Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1968-1970)


1.  Αναβάφτιση     

Λόγια φτωχά βαφτίζονται στην πίκρα και στο κλάημα
βγάζουν φτερά και πέτονται πουλιά και κελαηδάνε

Και κειός ο λόγος ο κρυφός της λευτεριάς ο λόγος
αντίς φτερά βγάζει σπαθιά και σκίζει τους αγέρες

2.  Κουβέντα με ένα λουλούδι     

Κυκλάμινο-κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς πού μίσχο και σαλεύεις

Μέσα στο βράχο σύναξα το γαίμα στάλα-στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα

3.   Καρτέρεμα     

Έτσι με το καρτέρεμα μεγάλωσαν οι νύχτες
που το τραγούδι ρίζωσε και ψήλωσε σαν δέντρο

Κι αυτοί μες απ’ τα σίδερα κι αυτοί μακριά στα ξένα
κάνουν πικρό να βγάλουν το «αχ» και βγαίνει φύλλο λεύκας

4.   Λαός      

Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι

Κάτω απ’ τη γλώσσα του κρατεί τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί ραγίζουν τα λιθάρια


5.   Μνημόσυνο     

Στη μια γωνιά στέκει ο παππούς στην άλλη δέκα εγγόνια
και στο τραπέζι εννιά κεριά μπηγμένα στο καρβέλι

Μάνες τραβάνε τα μαλλιά και τα παιδιά σωπαίνουν
κι απ’ το φεγγίτη η Λευτεριά τηρά κι αναστενάζει

6.   Αυγή     

Λιόχαρη Μεγαλόχαρη της άνοιξης αυγούλα
και που ‘χει μάτια να σε ιδεί να σε καλωσορίσει

Δυο κάρβουνα στο θυμιατό και δυο κουκιά λιβάνι
κι ένας σταυρός από καπνιά στ’ ανώφλι της πατρίδας

7.   Δε φτάνει     

Σεμνός και λιγομίλητος εθαύμαζε την πλάση
κι η σπάθα τον κεραύνωσε κι ως λιόντας εβρυχήθη

Τώρα δε φτάνει του η φωνή δε φτάνει του η κατάρα
για να λαλήσει το σωστό του πρέπει καριοφίλι

8.   Πράσινη μέρα     

Πράσινη μέρα λιόβολη καλή πλαγιά σπαρμένη
κουδούνια και βελάσματα μυρτιές και παπαρούνες

Η κόρη πλέκει τα προικιά κι ο νιος πλέκει καλάθια
και τα τραγιά γιαλό-γιαλό βοσκάνε τ’ άσπρο αλάτι

9.   Συλλείτουργο     

Κάτω απ’ τις λεύκες συντροφιά πουλιά και καπετάνιοι
συλλείτουργο αρχινήσανε με τον καινούργιο Μάη

Τα φύλλα φέγγουνε κεριά στ’ αλώνι της πατρίδας
κι ένας αϊτός από ψηλά διαβάζει το Βαγγέλιο

10.    Το νερό     

Του βράχου λιγοστό νερό απ’ τη σιωπή αγιασμένο
απ’ το καρτέρι του πουλιού τη σκιά της πικροδάφνης

Κρυφά το πίνει η κλεφτουριά και το λαιμό σηκώνει
σαν το σπουργίτι και βλογά τη φτωχομάνα Ελλάδα


11.   Το κυκλάμινο     

Μικρό πουλί τριανταφυλλί δεμένο με κλωστίτσα
με τα σγουρά φτεράκια του στον ήλιο πεταρίζει

Κι αν το τηράξεις μια φορά θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις θ’ αρχίσεις το τραγούδι

12.   Λιγνά Κορίτσια     

Λιγνά κορίτσια στο γιαλό μαζεύουνε τ’ αλάτι
σκυφτά πολύ, πικρά πολύ – το πέλαο δεν το βλέπουν

Κ’ ένα πανί, λευκό πανί, τους γνέφει στο γαλάζιο
κι απ’ το που δεν το αγνάντεψαν μαυρίζει απ’ τον καημό του

13.   Τ’ άσπρο ξωκλήσι     

Τ’ άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά κατάγναντα στον ήλιο
πυροβολεί με το μικρό στενό παράθυρό του

Και την καμπάνα του αψηλά στον πλάτανο δεμένη
την εκουρντίζει ολονυχτίς για του Αη Λαού τη σκόλη

14.   Επιτύμβιο     

Το παλικάρι που ‘πεσε με ορθή την κεφαλή του
δεν το σκεπάζει η γης ογρή σκουλήκι δεν τ’ αγγίζει

Φτερό στη ράχη του ο σταυρός κι όλο χυμάει τ’ αψήλου
και σμίγει τους τρανούς αϊτούς και τους χρυσούς αγγέλους

15.   Εδώ το φως      

Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού και στου αγεριού το πόδι

Εδώ το φως εδώ ο γιαλός χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν τα σίδερα μασάνε

16.   Το χτίσιμο     

Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί τις πόρτες ποιος θα βάλει
που ‘ναι τα χέρια λιγοστά κι ασήκωτες οι πέτρες

Σώπα τα χέρια στη δουλειά τρανεύουν κι αυγαταίνουν
και μην ξεχνάς ολονυχτίς βοηθάν κι οι αποθαμένοι


17.   Ο ταμένος     

Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά σωπαίνουν κι οι καμπάνες
σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του

Και άπα στην πέτρα της σιωπής τα νύχια του ακονίζει
μονάχος κι αβοήθητος της λευτεριάς ταμένος

18.   Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις     

Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο

Να τη πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.


Γκραγκάντα (1972)

       Γκραγκάντα (απόσπασμα)

4.
ΠΩΣ ΕΓΙΝΑΝ — είπε — με τον καιρό για σένα οι άνθρωποι —
ύποπτοι, μακρινοί ψηφοφόροι σ’ ένα αόριστο μέλλον,
αυτό μονάχα  κι ούτε αυτό  ούτε ψηφοφόροι
και τότε ακόμη πού μπορούσες να πιστέψεις
στο ελάχιστο άχυρο φυλαγμένο στη μασκάλη του πελαργού,
μονάχα ψηφοφόροι  κι ούτε — χαμένοι κ’ οι ψήφοι.

Αυτό πού στέκεται όρθιο, αυτό πού κρέμεται ανάποδα,
το ανάποδο κεφάλι, το ανάποδο ποτήρι,
γρατζούνισμα στο τζάμι με το νύχι του γέρου,
βαριά φορτία χωρίς βάρος —
τα τελευταία σαλιγκάρια ανηφορίζουν τον απέναντι τοίχο
πάνω ακριβώς απ’ τη φωνή του γαλατά σ’ ώρα απογεύματος
 κ’ ή γριά τυλίγει με τις κομμένες κλωστές από παλιά ραψίματα
ένα δικό της άστρο, μιαν αράχνη ή το στεγνό τζιτζίκι.

Έχουν ακόμη πόδια τα όνειρα — λέει — τ’ ακούς στο πάνω πάτωμα
με το μεγάλο καναπέ παρατημένο σαν καράβι στη μέση της νύχτας,
αναποδογυρίζεις το σιδερένιο κουτί, πέφτουν τα κουμπιά, κυλάνε, Όλα γίνονται κατά λάθος, αναγνωρίζονται κατά λάθος, μένουν
     μισοφτιαγμένα κατά λάθος,
ξένοι χτυπούν τα ρόπτρα σ’ όλες τις πόρτες, νύχτα, μεθυσμένοι,
ξυπνούν οι ένοικοι, σκύβουν απ’ τα παράθυρα  κανείς δεν είναι
κανείς δεν ήταν ποτέ — τι φοβάσαι;  τι έχεις; τι θα χάσεις;
μονάχα η νύχτα μόνη με χιλιάδες αποστρατευμένα κλειδιά
 από  βαλίτσες,  κασέλες,  χρηματοκιβώτια,   αποθήκες, φέρετρα,
 ακατοίκητα σπίτια,
χιλιάδες και χιλιάδες κλειδιά, απεριόριστο πλήθος, απεριόριστοι
 κρότοι,
αυτό το απεριόριστο πού σταματάει τούς ναύτες με τη ράχη γυρισμένη στη βιτρίνα γυναικείων εσώρουχων
κι ο νεκροθάφτης πού κατουράει στη μάντρα ξεχνάει να κατουρήσει σηκώνει το κεφάλι, κοιτάει, στήνει τ’ αυτί, αφουγκράζεται
 ψάχνει στην τσέπη του για το δικό του κλειδί — δεν το βρίσκει
κι άξαφνα κατεβάζουν απ’ το φορτηγό μιαν άγκυρα
την κουβαλάνε οι πέντε δύτες στο διανυκτερεύον φαρμακείο
ο πέμπτος έχει δεμένο στο λαιμό του ένα κόκκινο μαντίλι
ο μέσα γλόμπος είναι πράσινος
το κόκκινο και το πράσινο είναι 1 και 2
αντίθετα, συνεννοημένα, προδοτικά, αυστηρά, ανεξέλεγκτα
1 και 2 ή 1 και 1, δεν ξέρεις ποιό είναι πρώτο,
ποιά η άδεια, ποια η απαγόρευση,
και η άδεια: απαγόρευση — παραχωρημένη, προσταγμένη.

θυμάσαι το χορτάρι, το αίμα, το ποτάμι, τη συνουσία,
την είσοδο, την έξοδο — ο μεγάλος κόκκινος φαλλός,
η δαγκωμένη γυναίκα, ο νιπτήρας, ο στενός καθρέφτης,
η  λεκάνη με το ζεστό νερό που ανέβαζε απ’ την ξύλινη σκάλα η άλλη γυναίκα
η τρίτη γυναίκα ήταν πεθαμένη με τα ρούχα της μες στο μπαούλο με ναφθαλίνη
μαζί κ’ οι φωτογραφίες της  κ’ ένα ζευγάρι καφετιά σκαρπίνια,

Τ’ αναστημένα ψάρια στριφογύριζαν ψηλά στους φανοστάτες
οι ομπρέλες ήταν αφημένες στη σοφίτα με τη σκισμένη κουρτίνα
η μια γαλότσα με ξεραμένη λάσπη.  Εδώ — είπε –
τα ποντίκια είναι ελεύθερα, κυλούν τις κουβαρίστρες, τρώνε τις καρέκλες
εγώ είμαι ψηλός, εσύ κοντός — λέει —
η γη είναι στρογγυλή, το μηδέν στρογγυλό — είπε —
ή ο κύκλος του χορού από κορίτσια με άσπρα φορέματα και γαλάζια μαλλιά—
τι πονηριές μας ξεγελάσανε, πώς αντιστρέψαμε τα πράγματα, τα
γάντια καπέλα —
είμαστε όμοιοι λοιπόν, το ίδιο ελεύθεροι — λέει — μες στη φθορά μας
μες στο διαφορετικό μας θάνατο — τον ένα,
αυτός φτερνίζεται, αυτός βήχει, αυτός τραγουδάει,
το Ίδιο πεθαίνουμε όλοι
στη σκάφη, στο χρηματιστήριο, στο καμπαναριό, στο ρίζωνα,
πουλιά μου, καράβια μου, σκοινένιες σκάλες μου — είπε —
το ψόφιο σκυλί στο πηγάδι μαζί με το ρολόι τού χεριού μου. Εγώ

μάζεψα πούπουλα απ’ τις κότες, απ’ τις χήνες, απ’ τους αητούς,
απ’ τα σπουργίτια,
έφτιαξα φτερά, τα δοκίμασα γυμνός μπροστά στον καθρέφτη του
υπνοδωματίου,
τα φόρεσα τις αποκριές, τα φόρεσα στο θέατρο,
έπαιξα τον αγγελιαφόρο, τον άγγελο, τον αρχάγγελο,
κατέβηκα, ανέβηκα πραγματικά, δεμένος με γερό σκοινί απ’ τη
μέση —
ό θόρυβος απ’ τις τροχαλίες σχεδόν δεν ακουγόταν
τις κινήσεις των φτερών καλά τις μιμήθηκα
ολόκληρη την πτήση τη μιμήθηκα πλάι σ’ ένα χάρτινο φεγγάρι
με χειροκρότησαν αρκετά — δεν τ’ αρνιέμαι — παράπονο δεν έχω —

Γυρίζοντας μόνος με τα πόδια σπίτι μου περασμένα μεσάνυχτα άκουσα τον ασπιδωτό θόρυβο απ’ τα κλειστά σιδηρουργεία
το παλιό φυσερό το ‘χαν έξω στο δρόμο, κοντοστάθηκα,
δοκίμασα να παίξω αρμόνιο, εκεί στο δρόμο,
ξέροντας πώς η μουσική έχει περάσει ανάμεσα στο πυρωμένο σίδερο αλλά με κοίταξε η βαμμένη γυναίκα — και δεν έπαιξα —
αυτή είχε δει πώς τα φτερά μου είναι ψεύτικα —
απ’ την πολλή απελπισία είχε αγγίξει την αδιαφορία εκείνη
 πού θα μπορούσε να μου το πει κατάμουτρα  κ ήξερε
 πως το σκοινί που με σήκωνε απ’ τη μέση ήταν το ίδιο σκοινί του κρεμασμένου
δε μίλησε διόλου  δε με κοίταξε  άπλωσε το χέρι της
και μου δώσε λίγα στραγάλια ιδρωμένα απ’ τη φούχτα της. «Εγώ
δεν μπορώ — λέει — να τα μασήσω- έχω μασέλες».
«Κ’ εγώ το ίδιο», της είπα.

Βγάλαμε τις μασέλες μας
και τις κοιτούσαμε στο φεγγάρι- κοιταχτήκαμε  χαμογελάσαμε γελάσαμε,   γελάσαμε πολύ  στο Σταθμό σκύβαμε ως κάτω απ’ τα γέλια
γελούσε μαζί μας  κι ο Σταθμάρχης.  Φτάσαμε σπίτι,  πλαγιάσαμε
κάναμε αμίλητοι έρωτα, δεύτερη, τρίτη φορά,
ωραία, βαθιά, απροσποίητα, πιο μέσα απ’ το χρόνο, πιο κάτω απ’
το θάνατο. Τα χαράματα
ντύθηκε κ’ έκανε να φύγει. Μια στιγμή πισωγύρισε,
μου ανέβασε στους ώμους το σεντόνι.  «Εγώ το ξέρω — μουρμούρισε
στ’ αυτί μου —
τα φτερά σου είναι αληθινά- μη μου το κρύβεις εμένα
το φέρετρο πρέπει να ‘ναι μεγάλο, να χωράει και τα φτερά σου.
Κοιμήσου». Βγήκε απ’ την πόρτα,

κ’  η πόρτα ήταν πολύ αποσταμένη όπως η μητρική φωνή «κοιμήσου»
κι όλα ήταν πολύ αποσταμένα. Η αυγή σταχτιά-τριανταφυλλένια
χνώτιζε τα τζάμια
και το μικρό μπαλκόνι της Μαρίας με τις τέσσερις γλάστρες
κρεμόταν μες στη φούχτα τ’ ουρανού. Στη σκάλα του Ταχυδρομείου
θα συναντούσαμε πάλι
κείνη τη γάτα με το ξεθωριασμένο τρίχωμα κολλημένο με την ψαρόκολλα των μοχθηρών παιδιών
 την ίδια γάτα, καθισμένη κοντά στη χελώνα, πλάι-πλάι, παρέα οι
δυό τους, καταμόναχες,
με τις πολύ μεγαλύτερες, πολύ πιο διάφανες πρωινές σκιές τους
την ώρα πού τα βαρέλια μέσα στα υπόγεια αισθάνονται εγκαταλειμμένα απ’  όλους
κι ο μαθητευόμενος ξυλουργός περιμένει μπρος στην κλεισμένη πόρτα του ξυλουργείου
εκεί  που ετοιμάζουν τις  μεγάλες ντουλάπες  με τους εσωτερικούς καθρέφτες
να καθρεφτίζονται στα σκοτεινά  τ’  άδεια ρούχα, απαλλαγμένα απ ‘  τα σώματα
διατηρώντας τη μυρωδιά του ιδρώτα και το ύφος του σώματος
 σαν κέλυφος παλιού τζιτζικιού φαγωμένου απ’  τα μερμήγκια κι
από αόρατα έντομα,
εκεί που φτιάχνουν τα μεγάλα φέρετρα για να χωρούν και τα  φτερά  σου.

Κι άκουγες κείνα τα στραγάλια να πέφτουν ένα – ένα στο ποτάμι.


Ύμνος και θρήνος για τη Κύπρο (1974)

 Ι

Νησί πικρό, νησί γλυκό, νησί τυραγνισμένο,
κάνω τον πόνο σου να πω και προσκυνώ και μένω.

Εσύ της θάλασσας ρυθμός, ολάνθιστο κλωνάρι,
πώς σου μαδήσαν τ’ άνθια σου διπλοί, τριπλοί βαρβάροι.

Τι Θλιβερά που σεργιανάν τριγύρω σου τα ψάρια, —
κι οι αντίχριστοι να παίζουνε την τύχη σου στα ζάρια.

Κουράγιο, μικροκόρη μας, πού μας εγίνεις μάνα,
ύμνος και θρήνος της ζωής κι ανάστασης καμπάνα.


II

Χρυσή, λιανότρεμη χορδή, στον αέρα τεντωμένη,
χαμόγελα κελάηδαγες μέσα στην οικουμένη.

Και τώρα πώς σε τύλιξαν ματόβρεχτο κουβάρι —
ή οργή μας μες στο δάκρυ μας μαχαίρι στο θηκάρι.

Κι εκείνη ή άμωμη μορφή, πού εψαλμωδούσε τ’ άγια,
χιλιάδες βόλια δέχτηκεν αντίς δάφνες και βάγια.

Κι από μακριά το πατρικό, το μέγα χέρι υψώνει
και το κατάμαυρο ψωμί της προσφυγιάς σταυρώνει.

III

Το δάκρυ κράτησέ το ορθό, κράτησε ορθό και το αίμα
μη σου θολώσει την καρδιά της αρνησιάς το ρέμα.

Τούτο το φώς δεν κρύβεται, φεγγοβολάει και δείχνει
μέσα στην πιο βαθιά νυχτιά των δολοφόνων τα ίχνη.

Τούτο το φώς δεν σώνεται, σπαθί δεν το θερίζει•
ραντίστε τούς ωραίους νεκρούς με ανθόφυλλα και ρύζι.

Κι απέ στεριώστε τη γροθιά στου κόσμου το τραπέζι•
δω πέρα ο δίκαιος θα κριθεί κι αυτός που κρυφοπαίζει.


IV
Πόσοι νεκροί, πόσοι γυμνοί, θλιμμένοι, αποδιωγμένοι,
αντάμα αντάμα πορπατάν τις νύχτες αγριεμένοι.

Αχ, οι νεκροί μας δε χωράν στο χώμα και στο κλάμα•
ψυχή Κάι σώμα βάλανε στον άγιο αγώνα τάμα.

Και κοντοστέκουν μια στιγμή, κι έτσι σκυμμένοι — δες τους —
βγάζουν με τα δαχτύλια τους τί βόλια απ’ τις πληγές τους,

Κι ορθοί ξανά και δυνατοί πατάν το θάνατο τους
και στον αγώνα ρίχνονται πιο πρώτοι κι απ’ τούς πρώτους.

V

Αρχαίο νησί και νέο νησί, νησί των μαρτυρίων,
το αιώνιο φώς σου μάτωσε στα δόντια των θηρίων.

Δώστε τον όρκο, αδέλφια μου, καταμεσής στην πλάση
τ’ άδικο πια να δικαστεί, το δίκιο να γιορτάσει.

Κι ή Δόξα, στην ολόμαυρη πού περπατούσε ράχη,
τη Λευτεριά και τη Χαρά για συντροφιά της να ‘χει.

Κουράγιο, μικροκόρη μας, που μας εγίνεις μάνα,
ύμνος και θρήνος της ζωής κι ανάστασης καμπάνα.

                                Καρλόβασι Σάμου, 20.VIII. 74


Χάρτινα  (1974)

Σειρά  πρώτη

Βγάλε τα χέρια σου απ τις τσέπες.
Στάσου ίσος.
Τ’ άγαλμα σου το ‘κρυψες
μέσα στη βαθιά ντουλάπα
έτσι να μη φαίνεται
πώς το μιμείσαι.

Χρώματα είπες;
Χρώματα ναι.
Όνειρο
με τις σχισμές στο στόμα
με τον καθρέφτη βυθισμένο
στο σβησμένο φώς.

***

Δεν έχουν νόημα πια οι λέξεις
όταν πέφτει το νερό απ’ τα κάτω προς τα πάνω
όταν ό μικρός μοτοσικλετιστής
στριφογυρνά μες στο μεγάλο βαρέλι
με τα μαλλιά του δεμένα μ’ ένα σπάγκο.

Οι γυναίκες ζύμωναν ψωμί.
Πέρασε ο τζαμάς.
Δεν τον είδαν.
Φύσαγε ο αγέρας.
Έφραξαν τις τρύπες με ζυμάρι
έφραξαν τις τρύπες μην τις δουν.

Πιο αυστηρά πιο αυστηρά
σε μαύρο,
με το σταυρό κρεμασμένο
στο λαιμό
με το φτερό
κρυμμένο στην κωλότσεπη
μαζί με την τσατσάρα.

***

Δε στοιχίζει τίποτα
λίγο ακόμα ψέμα.
Όλα συχωρνιούνται
όταν ανασαίνεις
δίχως να το θέλεις —
τ’ αδειανό καλάθι
το γυαλένιο στέμμα.

Τα παλιά μας παράσημα
δεν ταιριάζουν καθόλου
με τη μικρή μας σύνταξη.
Λέμε να τα επιστρέψουμε
ή να τα θάψουμε
πριν από μας.

***

Είδε μακριά το θόλο.
Τάχυνε το βήμα.
Είχε ξεχάσει μέσα του
την προσευχή.
Στάθηκε στο δέντρο κι έκλαψε.
Να τον έβλεπε τουλάχιστο
το τυφλό σκυλί.


Εδώ είναι ό αποσπερίτης.
Εδώ είμαι εγώ.
Ανάμεσα μας τίποτα.

Η δόξα
είναι το δεύτερο παιδί
της μοναξιάς.

***

Σειρά δεύτερη



Με το σώμα

κολλημένο στον τοίχο

με τη μαχαιριά στον κρόταφο

σφίγγοντας το αόρατο

στο λαιμό

πιο πολύ πιο βαθιά —

το δαχτυλίδι στον δεξιό παράμεσο

σ’ εμποδίζει

ν’ αγγίξεις την πηγή.



Ευωδιές λεϊμονάνθι

όχι απ’ τους κήπους
απ’ το ναό.
Η τραγιάσκα του Χρίστου
στη μασκάλη του έργάτη
ψηλά
στη μαρμάρινη σκάλα
ματωμένη.
Το ‘δες κι εσύ.
Πώς έγινε λοιπόν;

***
Το μαχαίρι η κραυγή
ο υπόγειος σταθμός
η μεγάλη κίτρινη αφίσα
κι ό έρωτας — είπες — ο έρωτας.
Το καπέλο του τυφλού στις ράγιες
κι ο καπνός του τραίνου
φεύγοντας προς το μέρος
όπου κοιτούν οι πικραμένοι.
Ποιος θα μας θυμηθεί;

***
Τις είδες στο πάτωμα
τις στάλες της λαδομπογιάς
στεγνές μαυρισμένες.
Τις στάλες το κερί στο νιπτήρα.
Η πόρτα δεν ήταν βαμμένη.
 Οι νεκροί λείπαν.
Το ίδιο κι εμείς.
Ώ φιλήδονο βράδυ
ατελέσφορη δόξα.

***


Σειρά τρίτη

Κάτι ζητάει ν’ αποφύγει.      
Φοράει πάλι τα γυαλιά του 
όπως αυτός πού δε θέλει να δει.
Ποιά μοίρα τάχατε η χειρότερη; »
εκείνου πού βλέπει;
εκείνου που δε βλέπει;
Μες στο πηγάδι έχουμε ρίξει         
τον φύλακα άγγελο μας
την πιο γυμνή μας φωνή.

Όλο το σπίτι ρημαγμένο
σωρός τα ξύλα οι γύψοι ου πέτρες.
Έμεινε μόνο η πινακίδα
ενοικιάζεται
η σιδερένια σκάλα της υπηρεσίας
το ξύλινο παιδιάστικο άλογο.
Μέσα στο κούφωμα του άλογου
έχει κρύψει
τα καλλιγραφημένα του χειρόγραφα
ο τελευταίος πρίγκιπας της δυναστείας.

***


Πριν απ’ τη γνώση και τη θέληση
η σιωπηλή βεβαιότητα
της τελικής γενικής συμφωνίας.
Έκοψε το ψωμί στα γόνατά του
δείπνησε μόνος.
Σκούπισε με το χέρι του τα χείλη του
έκανε το σταυρό του.
Στον τοίχο ανέβαιναν τα σαλιγκάρια.
Έξω απ’ τα παράθυρα του
ένα μεγάλο αμετανόητο φεγγάρι
κι οι δυό μικροί τραγουδιστές.

Όλα έγιναν — είπε — κατά λάθος.
Αλάθευτοι μονάχα εμείς
με τα επιχρυσωμένα μας βραχιόλια
στα χέρια και στα πόδια
γυμνοί
μη γνωρίζοντας
μήτε το σιδερά μήτε το χρυσοχόο.
(Αλήθεια μη γνωρίζοντας?)
Πάντως αυτόν που ρώτησε
δεν τον γνωρίζαμε.


Το υστερόγραφο της δόξας  (1945)

    στον Άρη

Ι
Άρη
Στα βουνά
πάνου ψηλά
τ’ άλογα
ο καλπασμός σου
Ζήτω.

Άρη
τ’ όνομα σου
η σάλπιγγα
η ανηφόρα της ψυχής σου
ψηλά-ψηλά
-που πας
αγγόνι του Κολοκοτρώνη;

Άρη
ρωμιέ λεβέντη
ασίκη της παλικαριάς
οι Άγγελοι σε παράταξη
δείχνουν όπλα
καθώς ανεβαίνεις.

Άρη
τα δέντρα κλαίνε
κλαίνε τα βουνά
κλαιν τα ποτάμια μας
νυχτώνει ο ίσκιος τους κάμπους
νυχτώνει τον αγέρα
γδέρνει τα στήθια της η Ελλάδα
δέρνεται η Λευτεριά
η Λευτεριά η μητέρα σου
που σου κανάκιζε τα γένια
στον ίσκιο του πλάτανου.

Άρη
σε κλαιν τ’ άλογα
κλαιν τ’ αρνιά
κλαιν τα τρυγόνια
σε κλαίει κι ο Χάρος δίχως να τον βλέπεις
καθώς σε πάει καβάλα στο φαρί του
εσύ μπροστά στη σέλα πάνου
και κείνος πίσω στα καπούλια.




Άρης Βελουχιώτης

IV

Ω ΤΙ ΤΣΟΥΒΑΛΙΑ ονείρατα κουβάλησες πάνου στη ράχη σου από το ‘να στ’ άλλο κορφοβούνι
από πέτρα σε πέτρα κι από δέντρο σε φως κι από χιόνι σε φλόγα
ω τι ζεστά ψωμάκια μπουκώσανε τα σκλαβωμένα στόματα
τι μήλα και τι φώτα πέσαν στις ποδιές των κοριτσιών μας
τι βόλια αστράψανε στις φούχτες της Ελλάδας
καθώς ξεκλείδωνες  τα δώδεκα σεντούκια του Κανάρη
ως άναβες τις πυρκαγιές μέσα στις θύμησης τα δάσα
και φεγγοβόλαγαν τα Μισολόγια και τα Χάνια της Γραβιάς
και σπάθιζε η φωτιά στα δυο το μεσονύχτι
και μες στη λάμψη φτάνανε οι καβαλλαρέοι
και σταύρωναν διπλά σπαθιά μπροστά στη φλόγα δίνοντας τον όρκο:
Λευτεριά για θάνατος.


Άνθρωποι και τοπία  (1958)


Το χρέος των ποιητών

Πολλά ποιήματα είναι ποτάμια.
Άλλα είναι χαμολούλουδα σε βραδινό κάμπο.
Άλλα είναι σαν πέτρες πού δε χτίζουν τίποτα.

Πολλοί στίχοι είναι σα στρατιώτες έτοιμοι για τη μάχη.
Άλλοι σα λιποτάχτες κρυμμένοι πίσω απ’ τ’ ανθισμένα δέντρα.
Άλλοι σαν άγνωστοι στρατιώτες πού δεν έχουν πρόσωπο.

Πολλά ποιήματα φωνάζουν δυνατά χωρίς ν’ ακούγονται.
Άλλα σωπαίνουνε με σταυρωμένα χέρια.
Άλλα σταυρώνονται και μιλούν σταυρωμένα.

Πολλοί στίχοι είναι σαν εργαλεία.
Εργαλεία σκουριασμένα, ριγμένα στο χώμα.
κι άλλα καινούργια πού δουλεύουν το χώμα.

Πολλά ποιήματα είναι σαν όπλα —
όπλα πεταμένα στο χώμα
κι όπλα στραμμένα στην καρδιά του εχθρού.

Πολλοί στίχοι στέκονται πίσω απ’ τη σιωπή
σαν τα χλωμά παιδιά πίσω απ’ τα τζάμια ενός ορφανοτροφείου —
κοιτάζουν μακριά, μες στη βροχή — δεν ξέρουν τι να κάνουν, που να πάνε.

Πολλά ποιήματα είναι σα δέντρα
άλλα σαν κυπαρίσσια σ’ ένα λιόγερμα θλίψης
άλλα σα δέντρα οπωροφόρα σ ένα κολχόζ.

Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες —
πόρτες κλειστές σ’ ερημωμένα σπίτια
και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές.

Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μια πυρκαγιά,
κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη
κι άλλες πού μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο.

Υπάρχουν ποιήματα πού καλπάζουν μες στο χρόνο
σαν το κόκκινο ιππικό του Σμύρνενσκη
ποιήματα καβαλάρηδες πού αφήνουν  τα γκέμια και πιάνουν την αξίνα.

Πολλά ποιήματα γονατίζουν στη μέση του δρόμου,
πολλά ποιήματα άνεργα μ’ αδούλευτα χέρια,
πολλά ποιήματα εργάτες πού ξεπερνούν χίλιες φορές τη νόρμα τους.

Υπάρχουν στίχοι σα δαντέλες στο λαιμό των κοριτσιών
ή σα δαχτυλιδόπετρες με μικρές μυστικές παραστάσεις
κι άλλοι πού πλαταγίζουν ψηλά σα ρωμαλέες σημαίες.

Πολλά ποιήματα μένουν αργά τη νύχτα μες στην ερημιά-
βρέχουν κάθε τόσο τα τέσσερα δάχτυλα των στίχων τους σ’ ένα ρυάκι,
ύστερα χάνονται ονειροπαρμένοι μες στο δάσος και  πια δεν επιστρέφουν.

Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές
δεμένες στα καμπανάκια των άστρων —
αν τούς τραβήξεις, μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα.

Πολλά ποιήματα βουλιάζουν μες στην ίδια τους τη λάμψη,
περήφανα ποιήματα  δεν καταδέχονται τίποτα να πουν.
Ξέρω πολλά ποιήματα πού πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι της σελήνης.

Ένα σωστό ποίημα ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά του ρεμβασμού.
 Είναι πάντα στην ώρα του σαν τον συνειδητό, πρόθυμο εργάτη
είναι ένας έτοιμος στρατιώτης πού λέει παρών στο  πρώτο κάλεσμα της εποχής του
.
Κάποτε οι ποιητές μοιάζουνε με πουλιά μες στο δάσος του χρόνου,
οι άλμπατρος του Μπωντλαίρ, τα κοράκια του Πόε,
κάποτε σα σπουργίτια μες στο χιόνι ή σαν αητοί ψηλά σ απόκρημνα Ιδα¬νικά.

Υπάρχουν και ποιήματα όμορφα σαν τα πουλιά Γκλουχάρ —
 το Μάη και τον ‘Απρίλη πνίγονται μες στο ίδιο τους το ερωτικό τραγούδι
πνίγονται μες στη μελωδία τους και κουφαίνονται.

Το Μάη και τον Απρίλη τα χαράματα
μες στην κρυστάλλινη δροσιά του δάσους
βγαίνουν οι κυνηγοί με τα ντουφέκια τους και τα γκλουχάρ δεν τους ακούνε.

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, αδέρφια μου,
ας κρατάμε τ’ αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής, —
 τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο του δάσους. Πρέπει να διακρίνουμε.

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας
μη και μας εύρη ανέτοιμους ή μεγάλη ώρα,
 — ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.

‘Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ’ τις σκάλες των αιώνων
ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά σαν τα γκλουχάρ εκείνα
τα γαλαζόμαυρα μες στους βασιλικούς διάδρομους της Μπίστριτζας.

Σαν τα γκλουχάρ εκείνα με τα δυό φτερά τους σταυρωμένα,
σιωπηλά, πένθιμα, ταριχευμένα — διακόσμηση ξένων παλατιών —
με τα μάτια δυό μάταιες στρογγυλές απορίες κάτω απ’ τα κόκκινα φρύδια τους.

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, — ένας ποιητής
είναι ένας εργάτης στο  πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του,
ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του.


Ημερολόγια εξορίας  (1948-1950)

Ημερολόγιο εξορίας 1

1 Νοεμβρίου

Ή καταχνιά έχει μαύρες φτερούγες σαν τις κάργιες
δεν έχει διόλου μάτια
ψάχνει με την τυφλότητά της τα μάτια μας τις τσέπες μας
όπως ή γριά χαρτορίχτρα την παλάμη μας.
Τίποτα δεν μπορούμε πια να κρύψουμε.
Εδώ τα πράματα βγαίνουν τα μέσα έξω
όπως μια λερωμένη κάλτσα πού τη βγάζουμε πριν απ’ τον ύπνο
κι όλα τα πόδια είναι γυμνά και τα πρόσωπα το ίδιο.
Μέρα τή μέρα όλοι μιλάμε πια στον ενικό.
Κάθε ίσκιος έχει το σχήμα του θυμήσου
μα ο ίσκιος απ’ το άφαντο χέρι της μητέρας
παίρνει τδ σχήμα κάθε φωνής πού δε σου αντιστέκεται
γίνεται το φλιτζάνι ό καφές, ένα κομμάτι ψωμί, το θερμόμετρο
ακόμα κι ή ξυριστική μηχανή πλάι στο κύπελλο μες στο μικρό καθρέφτη.
Οι λάμπες του θαλάμου είναι δύο.
Παστρεύουμε μ’ εφημερίδες τα γυαλιά τους
τόνα εσύ, τ’ άλλο εγώ — είμαστε -της υπηρεσίας σήμερα.
Οι κινήσεις μας είναι όμοιες σχεδόν.
Δεν κοιταζόμαστε.
Χαιρόμαστε αύτη την ομοιότητα.
Κοιτάμε απ το παράθυρο τον ουρανό χαμένο στην ομίχλη.
Όλα τα πράγματα λοιπόν έχουν την έκφραση του πάντα.


Στίχοι από σκισμένα ποιήματα  (1938-1952)
Νύχτες καλοκαιριού

Ι
Το δίχως άλλο χτες τη νύχτα οι άγγελοι
άφησαν τα φτερά τους στ’ ακρογιάλι
για να καθίσουν τα γυμνά κορίτσια.

ΙΙ
Ύστερα το καράβι χάθηκε
τα’ αστέρια σοβαρεύτηκαν
στο καφενείο της προκυμαίας έσβησαν τα φώτα
έμεινε η μυρωδιά της νικοτίνης
στα μαλλιά και στα χείλη του πρωινού.

ΙΙΙ
Ένα παραθυράκι καταμόναχο
κρέμεται μέσα στα βασιλικά του
άντικρυ στον αποσπερίτη. 

V
Τρίζει το αλάτι
ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών μας
και στα ματόκλαδα μας.

VIII
Μετά τις ντουφεκιές μείναν στο δάσος λίγα πούπουλα
ν’ αργοπορούν στον αέρα
να κάθονται στ’ αγκάθια.

Γιατί έκρυψες δυό πούπουλα στη τσέπη σου?

ΙΧ
Τι σιωπηλό το πάτημα του νυχτοφύλακα πίσω απ’ τον ύπνο.
Κάτω απ’ τα δέντρα του παραθαλάσσιου κέντρου
φιλιούνται ακόμη οι εραστές-
νοιώθουν επάνω στο φιλί τους τη λεπτή υγρασία της νύχτας.

ΧΙ
Κάτω στη προκυμαία ανάψανε τα φώτα
ασετιλίνες στα καφενεδάκια και στις βάρκες
οι κυριακάτικοι εκδρομείς με τα γραμμόφωνα τους φύγαν
τα’ άσπρο πλοιάριο αραγμένο στα ρηχά.

Να μείνουμε ακόμη – είπε η γυναίκα. Να μείνουμε.
Ο άλλος δε μίλησε κάτου απ’ το φανοστάτη.

Βαθύ κι απέραντο το διάστημα σαν κοιμισμένη πέτρα.

ΧΙΙ
Που θα πάμε πιο πέρα; Όλο πιο πέρα λένε τα μάτια σου.
Κάθισε στη καρέκλα. Είναι παντού εδώ πέρα.
Κάθε γουλιά του αγέρα, αθανασία. Και το νερό στο ποτήρι.

Αργά σαλεύει ο αχινιός τη μοναξιά του.

Μια βάρκα αράζει..
Όρθιος ο βαρκάρης κατουράει στη θάλασσα.
Κάτω απ’ τον ήχο πιο βαθιά η ησυχία.

ΧΙΙΙ
Στα δόντια σφηνωμένη φλούδα σταφυλιού
μια δύναμη στυφή στον ουρανίσκο
μια δύναμη όχι για φιλί, για δάγκωμα.

Στον πέρα μώλο αφήνουν τα κορίτσια τα φουστάνια τους
πέφτουν στη θάλασσα
κι ανθίζουν τα φουστάνια ως πέρα στ’ ακρογιάλι.

Το βράδυ το φεγγάρι είναι πολύ μετανιωμένο.

XIV
Ο αγέρας περιμένει κάτου απ’ το φτωχό κρεβάτι της ταβέρνας
σαν το σκυλί που περιμένει τον αφέντη του – να τον πάρει, να φύγουν,
και το φεγγάρι είναι κλειστό κι απόμακρο μέσα στη νύχτα
σαν το φουγάρο πεθαμένου καραβιού που πια δεν θα σφυρίξει.

Άνοιξε το παράθυρο να φύγουν οι καπνοί απ’ τις πίπες μας
να μπει η αρμύρα στα ζεστά σεντόνια
να μπει ο ουρανός να κάτσει στη μικρή καρέκλα.

Πιο κάτου η ασημένια παραλία λαμποκοπάει
πάνω σε μια κουλούρα καραβόσκοινο μένει η σιωπή
κοιτάζει τ’ αραγμένα πλοία
να ξεχωρίσει τα’ όνομα του καραβιού σου
γραμμένο με μεγάλα ξένα γράμματα –
και δεν μπορεί να το διαβάσει.
  


Θερινό φροντιστήριο  (1953-1964)

 Διάρκεια

Η νύχτα μας κοιτάζει μες απ’ τα φυλλώματα των άστρων.
Όμορφη νύχτα, σιωπηλή. Θάρθει μια νύχτα
κι εμείς θα λείπουμε. Και τότε πάλι
θα τραγουδάνε οι αραποσιτιές τα’ αρχαία τραγούδια τους,
οι θερίστριες θα ερωτεύονται πλάι στα δεμάτια,
κι ανάμεσα απ’ τους ξεχασμένους στίχους μας
όπως ανάμεσα απ’ τα κίτρινα στάχυα
ένα πρόσωπο νεανικό, φωτισμένο απ’ το φεγγάρι,
θα κοιτάζει, όπως εμείς απόψε,
εκείνο το μικρό ασημένιο σύννεφο
που γέρνει κι ακουμπάει το μέτωπο του στον ώμο του λόφου. 



 Τα βράδια του καλοκαιριού

Τα βράδια του καλοκαιριού πλαγιάζει με ανεξήγητη κούραση.
Τα ρούχα του, ριγμένα στην καρέκλα, έχουν το βάρος
μιας ασυγχώρητης αναβολής. Η νύχτα
κινείται μες στον κύκλο μιας προκαταβολικής μετάνοιας.
Κι αν κάποτε, στο δρόμο κάτω, μια νεανική παρέα
περάσει τραγουδώντας στη δροσιά του φεγγαρόφωτου, τότε
δυό-τρία λουλούδια πέφτουν μέσα στ’ άδεια παπούτσια του.


Μικρό Αφιέρωμα  (1960-1965)

 Διακοπές

Δυο πόρτες ανοιγμένες κατευθείαν στον ουρανό.
Στο δρόμο παρατεταγμένα αγροτικά καλάθια
με κληματόβεργες και κληματόφυλλα. Παιδικά ονόματα,
βερίκοκα, ροδάκινα, σταφύλια, αχλάδια, σύκα,
με το ξεχωριστό άρωμα τους χρωματίζοντας
μια γυάλινη, περιστρεφόμενη, μεγάλη σφαίρα
σαν την έγχρωμη υδρόγειο στην έδρα του κλειστού σχολείου,
κι απ’ έξω τα’ άτακτα τζιτζίκια ν’ απαγγέλουνε
τα ίδια και τα ποιήματα τους – όχι για τις εξετάσεις.



 Χωρίς τέλος

Θάπρεπε πια να βάλει ένα σημάδι, μια τελεία-
όμως, το καλοκαίρι συνεχίζονταν, πιο κόκκινο πάντα,
πιο δραστικό, μ ένα καπέλο ψάθινο σαν κάτασπρο πυργίσκο
απ’ όπου βγαίναν και πηδούσανε στη θάλασσα
πότε τα τρία κορίτσια της σπιτονοικοκυράς
πότε δυο χελιδόνια
πότε οι μικρές καμπάνες με τα πρόβατα
πότε ένα ρόδινο φεγγάρι, αστεία προσποιημένο,
όταν το μυστικό ήταν αζήτητο
και κάτω στ’ ακρογιάλι χάνονταν
τα χνάρια των πανάρχαιων εραστών και των ψαράδων.



  Ψίθυρος

Κοιμήσου,- του είπε – εγώ θα φυλάξω τον ύπνο σου.
Μέσα στις πέτρες κοιμούνται τα πουλιά. Θα περιμένω
ως τα χαράματα, ως εκείνη την ώρα
που το άστρο ανοίγεται σ’ εφτά μικρά παράθυρα,
να δω την πέτρα να χαράζεται σαν τσόφλι αυγού
και δυο πουλιά να βγαίνουν απ’ το στήθος σου.



Νύξεις  (1970)
                              
Στον Γιώργο Σαββίδη
 Νύξεις

Λιόγερμα. Λάμποντα χρώματα. Αγέρας. Αυτός
πλεύρισε τον παλιό τοίχο ν’ απαγκιάσει. Ξάφνου
πάνω στο μαύρο λόφο πρόβαλε η λευκή σελήνη.
Οι δυο αριθμοί στο μάρμαρο ήταν μαύροι.                              
                           *
Βαθειά νηνεμία. Μια βάρκα σκιώδης
κάτω ακριβώς από κείνο το αστέρι –
γι’ αυτά που χάθηκαν, για κείνα που δεν ήρθαν.
                           *
Στην άδεια τσέπη του ένα νόμισμα αρχαίο, λησμονημένο –
η αφή του αναγνωρίζει στα τυφλά του θεού τα γυμνά μέλη.
                           *
Λαξεύει κόκαλα αλόγων. Φτιάχνει
ένα μικρό άσπρο άλογο. Το αφήνει στο τραπέζι
πλάι στο χαρτί που περιμένει το ποίημα.
                            *
Το κίτρινο λεωφορείο της παραλίας.
Ένα κορίτσι με κόκκινο φόρεμα. Αυτός, κουρασμένος,
διακρίνει και πάλι άθελα του τον καπνό της Ιθάκης.
                             *
Το δέντρο, το άγαλμα, ο κήπος, η γερόντισσα –
να συλλογιέσαι τη διάρκεια των λέξεων, να βγαίνεις
έξω απ  το χρόνο, απ τη πύλη του ποιήματος.
                             *
Ένδοξη διαύγεια της μέρας. Πάνω απ τα στάχυα
ψηλές κολώνες ο μεγάλος καπνός
απ το φούρνο του μικρού αγγειοπλαστείου.
Σε μια άσπρη λήκυθο, γαλανό θα σχεδιάσω
γυμνό το σώμα σου μ΄ ένα  σπάγγο στη μέση.
                               *
«Τέλος», φωνάζει το πουλί ψηλά στο λιόγερμα
«τέλος», φωνάζουν λάμποντας τα τζάμια στ ακρογιάλι –
λάμψη τυφλή, μελετημένη αντιστροφή του χρόνου.
                                 *
Βράδυ βαθύ. Και απρόσμενα ο χτύπος
απ τα φτερά ενός γλάρου καθυστερημένου.
Ύστερα γίνεται πιο εύκολη η νύχτα.


Ο οδηγός του ασανσέρ  (1970)

. . .

    Μια νύχτα
ο Οδηγός του ασανσέρ, σαν είχαν αδειάσει τα γραφεία
κ’  είχε φύγει κ’ η τελευταία καθαρίστρια, κ’ η πολυκατοικία ολόκληρη
με τις πλυμένες σκάλες της είχε απομείνει μόνη κι ολόγυμνη
βουίζοντας απ τη σιωπή της – ο Οδηγός του Ασανσέρ
πάτησε το κουμπί του εβδόμου ορόφου, ν’ ανέβει λίγο στην ταράτσα ν’ ανασαίνει.
    Το ασανσέρ
δεν σταμάτησε στο έβδομο πάτωμα –
όγδοο, δέκατο, εικοστό πάτωμα, – κανένας
το ασανσέρ πέρασε απ’ την στέγη, απ’ την ταράτσα, ο Οδηγός
αναγνώρισε τα κυπαρίσσια του νεκροταφείου, αναγνώρισε πίσω απ’ το στενόμακρο παράθυρο του
τις ψηλές  καμινάδες απ’ τη φάμπρικα  του τσιμεντάδικου
ύστερα τίποτα απ’ την πολιτεία
ύστερα τα’ άστρα
ύστερα
τ’ ανεξιχνίαστα γεγονότα της σελήνης
κι ο οδηγός
ανεβαίνοντας κατακόρυφα 
όρθιος, περίτρομος, ακίνητος – αν έγερνε λίγο
ίσως νάγερνε μαζί κι ο θαλαμίσκος βουτώντας στο διάστημα
    τότε
θυμήθηκε τα παιδιά του, τη γυναίκα του
και πρόσφερε ασυναίσθητα τη λέξη «ψωμί»  μονομιάς
το ασανσέρ μπήκε στη σωστή τροχιά του
κατέβηκε  μαλακά στο οικείο ισόγειο,
ο οδηγός άνοιξε τη στενή  πύλη
βγήκε στο φιλικό του διάδρομο, λιγάκι παραξενεμένος
που η ζωή είναι τόσο παράδοξη, τόσο απλή, τόσο απέραντη.
    Στο σπίτι
τον περίμεναν από ώρα. Αυτός
ακούμπησε στο στρωμένο τραπέζι, με μια κίνηση αδιάφορη,
μιαν ανθοδέσμη από κίτρινες μαργαρίτες
που είχε ξεχάσει στο ασανσέρ η κυρία του Έξω Ορόφου
και φεγγοβόλησαν τα πιάτα και τα πρόσωπα των παιδιών του.
      Γι αυτό
καθόλου δεν παραξενεύτηκαν πλάι στο επιπλοποιείο
με τους παλιούς καθρέφτες που καθρέφτιζαν τα στιλπνά σύννεφα
της άνοιξης, καθόλου
δεν το παραξενεύει πια ούτε ο θάνατος των άλλων ή και του εαυτού του,
οι ρόζοι του ξύλου
στα πλανισμένα μεγάλα σανίδια που ήταν σαν κλεισμένα μάτια,
βλεφαρίζουν και πάλι
σάμπως να ρέει μέσα τους ξανά το αρχαίο τους βλέμμα ή το βλέμμα της άνοιξης.


 Ο Φαροφύλακας  (1958)

                                 

                                                              Στον Γεράσιμο Σταύρου



Να μείνεις. Να μείνεις εδώ. Μια ησυχία, μια βαθιά ησυχία
σχεδόν μια ευτυχία, σαν νάληξε η μεταβλητότητα
ή σαν η θάλασσα νάχει αναλάβει και τη δική μας κίνηση
κ εμείς, απ’ το παράθυρο εδώ, μπορούμε να την παρακολουθούμε
ακίνδυνα, και κάπως μαγεμένοι μάλιστα
απ’ όλα αυτά τα φευγαλέα υδάτινα σχήματα,
απ’ αυτές τις ανώδυνες κραυγές, τους αναίτιους θορύβους,
τα ετοιμόρροπα χρώματα, τ’ αντιφεγγίσματα, τις μεταπτώσεις,
αμέτοχοι, κολακευμένοι κιόλας απ’ τη γνώση μας
για το αμετάβλητο του νερού κάτω απ’ τις πολυθόρυβες,
τις απειλητικές χειρονομίες των ανέμων. Να μείνεις.

Σε λίγο θα διακρίνεις κάτω απ’ το τεμάχιο των ήχων
την ταπεινόφρονη, αδιαίρετη σιωπή. Θα την διακρίνεις
σα μιαν  ευγένεια προς τον ίδιο τον εαυτό σου. Ιδίως την ώρα που βραδιάζει
κ’ η κάμαρα μυρίζει αρμύρα, κάπνα και πετρέλαιο –
(μια οξύτατη ευωδία από φύκια κι άνεμο και σπιτική ησυχία,
μαζί με τη ζεστή ανάσα του καφέ και την απέραντη βραχνάδα του ορίζοντα),
κείνη την ώρα σαν να βρίσκεσαι μέσα σε μια άνετη, στέρεη κοιλότητα
σκαμμένη σφαιρικά μέσα στο μάταιο θόρυβο,
και, πότε-πότε, απόναν κρότο πιο ισχυρό, μια εξαίσια ταλάντευση   
σάμπως να σε σκουντάει στον ύπνο σου ένα χέρι αγαπημένο χωρίς να σε ξυπνήσει
δίνοντας σου ταυτόχρονα την αίσθηση της ηρεμίας του ύπνου
και του χεριού του αγαπημένου. Ναι, να μείνεις.

Εδώ είναι σα να βρίσκεσαι σε μια καινούργια κιβωτό όπου σύναξες
μνήμες και πράξεις και όνειρα, για να τα σώσεις
και να σωθείς κι εσύ μαζί τους,-δέντρα και φυτά κι αγαθά ζώα
και σπόρους λουλουδιών` μπορείς να φαντάζεσαι
την άνθηση τους σα μικρές εκρήξεις από χρώματα,
σα μικρά πολύτιμα ηφαίστεια`- τα βλέπεις κιόλας να φωτίζουν με τα χρώματα τους
τα χέρια σου, τη σόμπα, τη ντουλάπα, το τραπέζι
και τα παπούτσια σου πάνω στη καρέκλα` κ’ έτσι φωτισμένα
τ’ άδεια σου χέρια, μοιάζουνε και πάλι σα γεμάτα.

Τότε το ξύλινο τραπέζι με το χοντρό στρατσόχαρτο
γίνεται ένα μεγάλο δάσος όπου τέσσερεις νέοι ξυλοκόποι
κόβουν τα δέντρα για να φτιάξουν το τραπέζι` βλέπεις
κ’ ένα μικρό επιπλοποιείο όπου τέσσερεις νέοι ξυλουργοί
σκυμμένοι με πολλή φροντίδα φτιάχνουν το τραπέζι. Εδώ θα τρώμε. Κάποτε,
την ώρα που βραδιάζει, οι σκιές ανεβαίνουν με μικρές κυριαρχικές κινήσεις
σαν αχινιοί, εντελώς σαν αχινιοί,  απ’ τα πόδια των επίπλων
ως τη ράχη της καρέκλας, ως επάνω σ’ αυτό το τραπέζι
ανάμεσα στα φλιτζανάκια, τα ποτήρια, το σταχτοδοχείο
κ’ υποχρεώνεσαι να δεις και να σωπάσεις` μα η σιωπή σου
είναι κιόλας μια ομολογία πως είδες, μια μαρτυρία
πως κρατάς κάποιο μυστικό ή πως κάτι δεν ξέρεις,
μια κατανόηση ανεπάρκειας που πέφτει μ’ έναν κούφιο θόρυβο
στο βασικό κενό σαν έναν αναμμένο αποτσίγαρο στη θάλασσα.

Κάποτε πάλι, τις νύχτες με φουρτούνα, τούτο το τραπέζι
καμπυλώνει τη ράχη του σαν ήμερος ελέφαντας
για να σε σεργιανίσει σ’ ένα παραμύθι. Μη νομίσεις
πως πρόκειται για λησμονιά και αδράνεια. Υπάρχουν κ’ εδώ πέρα
ένα σωρό δουλειές, καθήκοντα κ’ ευθύνες, όπως λένε.

 

Η  ώρα των ποιμένων  (1962-1971)

Η ώρα των ποιμένων (Απόσπασμα)

                                              Στον Στρατή Τσίρκα

Ήταν ωραία εκεί στην επαρχία-μια βαθειά λησμοσύνη. Είχαν αρχίσει
ατέλειωτες βροχές, τα χωράφια μαλάκωναν, μουσκεύαν   τα δέντρα,
μικρά σαλιγκάρια σεργιανούσανε στους μέσα τοίχους
αφήνοντας πίσω τους μιαν ασημένια γραμμή καθώς μένει
μετά τον πόνο μια κλωστή σάλιο πλάι στο στόμα του κοιμισμένου.
       Ο μπάρμπα-Λάμπης
χαμογελούσε απόμακρα. Ένα ελάχιστο πράσινο φύλλο
κρυβόταν μέσα στα γένια του, με κάποια πονηρή τρυφερότητα.

Ίσως αυτός κάτι πιότερο νάξερε, ίσως νάχε συμφωνήσει
μ’ εκείνη τη σκιά πούβγαινε κάπως πλάγια απ’ την πόρτα μόλις άναβαν τη λάμπα
ή μόλις κάποιος έλεγε σιγά, μα καθαρά, «θυμάμαι».

Τίποτα δε μεσολαβούσε απ’ την μιαν ώρα στην άλλη,
απ’ τη σιωπή στη φωνή. Μονάχα ο ήχος της βροντής ομοιόμορφος,
δίκαιος, ισοπεδωτικός (γι αυτούς που λείπουν και γι’ αυτούς που μένουν)-
μεγάλη, υδάτινη πολιορκία, ασφαλίζοντας
τη ζωή μέσα στα σπίτια. Μια τεράστια ησυχία
κατέβαινε απ’ τα σύννεφα. Οι εσπερινές καμπάνες
δεν ακουγόταν διόλου σχεδόν. Τα χρώματα σβήναν
κίτρινα, καστανά, σταχτιά, και κάποια ιδέα μενεξεδένιο,
στίγματα σκόρπια, εκεί που λήγει η αμφιβολία. Η Μαρία
κρατούσε πάντα τη θέση της μες στη τραπεζαρία ή στα μέσα δωμάτια
με το μαύρο της φόρεμα-πιο αθόρυβη τώρα-
ένα χέρι χλωμό με την τσιμπίδα που αναδεύει τα κάρβουνα  
μες στο μεγάλο πανάρχαιο μπρούντζινο μαγκάλι ή ετοιμάζει
τα γλυκά στη κουζίνα δίχως ν’ ακούγεται κρότος
από μαχαίρια, κουτάλια, ποτήρια, χαλκώματα
ή μυρωδιά από μέλι, ζάχαρη, μοσχοκάρφι, κανέλα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου