Ένα κείμενο του Κωστή
Α. Μακρή που μιλά για την γενναιότητα και την δημοκρατία με αφορμή το δυσάρεστο
γεγονός που έγινε στο χωριό Μεσορόπι του Δήμου Παγγαίου. Ένα δεκαπεντάχρονο
αγόρι χάνει την ζωή του προσπαθώντας να σώσει τα μικρότερα του
αδέλφια.
«Ουκ έγκλημα το μη
ρίπτειν εαυτόν εν κινδύνοις,
αλλ’ εμπεσόντα μη στήναι γενναίως»
Αρχαίο ρητό. (Δεν είναι έγκλημα το να μη ρίχνεσαι στον κίνδυνο, αλλά όταν βρεθείς σε
κίνδυνο είναι έγκλημα να μη στέκεσαι με γενναιότητα απέναντί του [Ελ. Απόδ. Κ.Α.Μ.]).
«(…)Σύμφωνα με πληροφορίες, το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά προ-
σπάθησε να σώσει τα δύο μικρότερα αλλά δυστυχώς έχασε τις αισθήσεις του
από τους πυκνούς καπνούς και τις αναθυμιάσεις(…)»
Σάββατο, 08 Δεκεμβρίου 2012. Στο χωριό Μεσορόπι του Δήμου Παγγαίου,
βορειδυτικά της Καβάλας.
Πρώτη είδηση για δύο μέρες σχεδόν.
Στην Ελλάδα.
Ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι έχασε τη ζωή του. Φωτιά από σόμπα στο σπίτι
τού παππού και της γιαγιάς.
Συνέβη στη χώρα μας. Θα μπορούσε να έχει συμβεί οπουδήποτε στον
κόσμο.
Ένας δεκαπεντάχρονος που δεν έφυγε μπροστά στον κίνδυνο.
Που έχασε τη ζωή του προσπαθώντας ―δίχως να το καταφέρει― να σώσει
τ’ αδέρφια του.
Στην Ελλάδα. Της κρίσης, του φόβου και των κινδύνων.
Στην Ελλάδα. Της βίας ―έμπρακτης και λεκτικής― εναντίον αδερφών
άλλου χρώματος, άλλης φυλής, άλλης κοινωνικής και οικονομικής τάξης, άλλης
ποδοσφαιρικής ομάδας, άλλων θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων.
Στην Ελλάδα με τα σκουπίδια για μήνες ―πόσους αλήθεια;― στο Α.Π.Θ.
Με επίορκους και μικροσελέμηδες κρατικούς υπαλλήλους να μολύνουν με
τα χνώτα τους όλους τους συναδέλφους τους και όλους εμάς τους άλλους.
Στην Ελλάδα των χιλιάδων φοροφυγάδων που φορτώνουν τους άλλους
με τα βάρη τού βολέματός τους. Με τα χαράτσια, με νέους φόρους, με το φόβο
της χρεοκοπίας πάνω από συνταξιούχους, πολύτεκνους, φαρμακοποιούς, μικρο-
μεσαίους επιχειρηματίες, μεγαλο-επιχειρηματίες, μεσο-ακριανούς και μεγαλο-
από-πάνω.
Με δικαστές να εγκαταλείπουν την έδρα στις δώδεκα το μεσημέρι.
Με καταλήψεις. Όχι στο Κούγκι ή στο Αρκάδι αλλά σε Δημαρχεία.
Σ’ αυτή την Ελλάδα.
Ένας δεκαπεντάχρονος.
Στην Ελλάδα που δεν τα πάει και τόσο καλά με τους δεκαπεντάχρονους
καθώς κι άλλος ένα απ’ αυτούς, πριν από τέσσερα μόλις χρόνια και για άλλους
λόγους και αιτίες, δεν έγινε ποτέ δεκαεξάχρονος.
Οι δεκαπεντάχρονοι έχουν μια τάση να σώζουν τ’ αδέρφια τους.
Από το θάνατο ή από την ντροπή· που είναι μια άλλη μορφή θανάτου.
Κάποιοι μεγαλώνοντας έχουν ακόμα πολλά αδέρφια. Μικρά και μεγάλα.
Άλλοι μένουνε μόνοι, μόνο με το μικρό μικρό τους όνομα: Άκης, Βίκυ,
Γιάννης…
Αλλά σήμερα δεν μιλάω γι’ αυτούς.
Μιλάω για κείνους που μπορούν να ζούνε μαζί με τα αδέρφια τους και μπο-
ρούν και να τα πληθαίνουν.
Αυτή τη ζωή, με ελευθερία, αλληλεγγύη και αξιοπρέπεια, με αλληλοσεβα-
σμό, με κανόνες και νόμους σεβαστούς ας την πούμε Δημοκρατία.
Γνωρίζοντας ότι απαιτεί άριστους και γενναίους πολίτες.
αλλ’ εμπεσόντα μη στήναι γενναίως»
Αρχαίο ρητό. (Δεν είναι έγκλημα το να μη ρίχνεσαι στον κίνδυνο, αλλά όταν βρεθείς σε
κίνδυνο είναι έγκλημα να μη στέκεσαι με γενναιότητα απέναντί του [Ελ. Απόδ. Κ.Α.Μ.]).
«(…)Σύμφωνα με πληροφορίες, το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά προ-
σπάθησε να σώσει τα δύο μικρότερα αλλά δυστυχώς έχασε τις αισθήσεις του
από τους πυκνούς καπνούς και τις αναθυμιάσεις(…)»
Σάββατο, 08 Δεκεμβρίου 2012. Στο χωριό Μεσορόπι του Δήμου Παγγαίου,
βορειδυτικά της Καβάλας.
Πρώτη είδηση για δύο μέρες σχεδόν.
Στην Ελλάδα.
Ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι έχασε τη ζωή του. Φωτιά από σόμπα στο σπίτι
τού παππού και της γιαγιάς.
Συνέβη στη χώρα μας. Θα μπορούσε να έχει συμβεί οπουδήποτε στον
κόσμο.
Ένας δεκαπεντάχρονος που δεν έφυγε μπροστά στον κίνδυνο.
Που έχασε τη ζωή του προσπαθώντας ―δίχως να το καταφέρει― να σώσει
τ’ αδέρφια του.
Στην Ελλάδα. Της κρίσης, του φόβου και των κινδύνων.
Στην Ελλάδα. Της βίας ―έμπρακτης και λεκτικής― εναντίον αδερφών
άλλου χρώματος, άλλης φυλής, άλλης κοινωνικής και οικονομικής τάξης, άλλης
ποδοσφαιρικής ομάδας, άλλων θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων.
Στην Ελλάδα με τα σκουπίδια για μήνες ―πόσους αλήθεια;― στο Α.Π.Θ.
Με επίορκους και μικροσελέμηδες κρατικούς υπαλλήλους να μολύνουν με
τα χνώτα τους όλους τους συναδέλφους τους και όλους εμάς τους άλλους.
Στην Ελλάδα των χιλιάδων φοροφυγάδων που φορτώνουν τους άλλους
με τα βάρη τού βολέματός τους. Με τα χαράτσια, με νέους φόρους, με το φόβο
της χρεοκοπίας πάνω από συνταξιούχους, πολύτεκνους, φαρμακοποιούς, μικρο-
μεσαίους επιχειρηματίες, μεγαλο-επιχειρηματίες, μεσο-ακριανούς και μεγαλο-
από-πάνω.
Με δικαστές να εγκαταλείπουν την έδρα στις δώδεκα το μεσημέρι.
Με καταλήψεις. Όχι στο Κούγκι ή στο Αρκάδι αλλά σε Δημαρχεία.
Σ’ αυτή την Ελλάδα.
Ένας δεκαπεντάχρονος.
Στην Ελλάδα που δεν τα πάει και τόσο καλά με τους δεκαπεντάχρονους
καθώς κι άλλος ένα απ’ αυτούς, πριν από τέσσερα μόλις χρόνια και για άλλους
λόγους και αιτίες, δεν έγινε ποτέ δεκαεξάχρονος.
Οι δεκαπεντάχρονοι έχουν μια τάση να σώζουν τ’ αδέρφια τους.
Από το θάνατο ή από την ντροπή· που είναι μια άλλη μορφή θανάτου.
Κάποιοι μεγαλώνοντας έχουν ακόμα πολλά αδέρφια. Μικρά και μεγάλα.
Άλλοι μένουνε μόνοι, μόνο με το μικρό μικρό τους όνομα: Άκης, Βίκυ,
Γιάννης…
Αλλά σήμερα δεν μιλάω γι’ αυτούς.
Μιλάω για κείνους που μπορούν να ζούνε μαζί με τα αδέρφια τους και μπο-
ρούν και να τα πληθαίνουν.
Αυτή τη ζωή, με ελευθερία, αλληλεγγύη και αξιοπρέπεια, με αλληλοσεβα-
σμό, με κανόνες και νόμους σεβαστούς ας την πούμε Δημοκρατία.
Γνωρίζοντας ότι απαιτεί άριστους και γενναίους πολίτες.
Κωστής Α.
Μακρής
09 Δεκεμβρίου 2012
09 Δεκεμβρίου 2012