Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Ιστορικές φωτογραφίες

Ένας Γάλλος δίνει φωτιά στον Τσώρτσιλ, 1944

 Αlain Delon VS Mick Jagger

 Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παίζει με τα εγγόνια του, 1960

 Ο Σαλβαντόρ Νταλί βγάζει βόλτα τον μυρμηγκοφάγο του

 George Lucas VS Steven Spielberg με όπλα νεροπίστολα, Σρι Λάνκα 1983

 Μία Αρμένισα 106 ετών αμύνεται στο σπίτι της, 1990

 Ο Οσάμα Μπιν Λάντεν και η οικογένειά του στη Σουηδία το 1970

 Πλημμύρες στο Παρίσι, 1924

 Ο Νίκολα Τέσλα στο εργαστήριό του

 Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ μετά από ένα πάρτι

 Οι γυναίκες διαμαρτύρονται κατά του νόμου που τις υποχρεώνει να φοράνε τζιχάμπ, μετά την Ισλαμική Επανάσταση, Ιράν 1979

Τα καπέλα είναι trend – Νέα Υόρκη 1939

 Η Όντρει Χέπμπορν με το κατοικίδιο φαύνο της για ψώνια στο Beverly Hills, 1958

 Μοντέλα του οίκου Dior στη Μόσχα, 1956

 Η ΙΒΜ αποστέλλει σκληρό δίσκο χωρητικότητας... 5 megabyte, 1956

 Διάλειμμα κατά την κατασκευή του κτιρίου RCA, 1932

 Η Κόκα Κόλα φτάνει στη Γαλλία, 1950


 Φοιτητές του Πρίνστον μετά από ένα «φιλικό» χιονοπόλεμο, 1893

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Lands of wind ( χώρες του ανέμου)

Ένα ταξίδι δυο μηνών σε ολόκληρο το Περού και τη Βολιβία, από την ύπαιθρο έως τις πόλεις, εναλλάσσοντας  τη ζούγκλα και τα βουνά, αποτυπώνει με το φακό της κάμερας  στιγμιότυπα της  ζωής και των   τοπίων  των δύο υπέροχων και εμπνευσμένων αυτών  χωρών.
 Directed and edited by Baptiste Lanne.
 Music : Joris Voorn " The Monk "
Απολαύστε το
.

                           Ισλανδία - Κυνηγώντας το Φως

Το βίντεο έγινε εξ ολοκλήρου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού Φωτογραφίας ClickAlps Σχολής στην Ισλανδία Νοέμβριος 2015
Video by
Michael Nebuloni
Francesco Vaninetti
Marco Bottigelli
Photo by
Marco Bottigelli

Music by
John Dreamer

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Danny MacAskill σε ένα τρελό ταξίδι στις στέγες της Γκραν Κανάρια.



Ο απερίσκεπτα τολμηρός ποδηλάτης Danny MacAskill από τη Γλασκώβη έφτασε και στα Κανάρια Νησιά όπου σκαρφαλώνει στις στέγες των σπιτιών καθώς φλερτάρει με το θάνατο.  Με το ποδήλατό του περνά από ταράτσα σε ταράτσα μετατρέποντας την πόλη σε πίστα για stunts.

Το συγκεκριμένο  βίντεο είναι  σύνθεση των πλάνων από την κάμερα που είχε ο 29χρονος στο κράνος του και από άλλη κάμερα προσφέροντας πάρα πολλές οπτικές γωνίες των ριψοκίνδυνων κινήσεών του.


Από τα χρωματιστά σπίτια των Las Palmas, που έγιναν ράμπες για τα ακροβατικά του, στο τέλος ο Danny κατευθύνεται προς τη θάλασσα όπου καταλήγει με μια εκπληκτική βουτιά που σου  κόβει την ανάσα!





gopasdamn1

gopasdamn4



gopasdamn9

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Π. Σιδηρόπουλος 25 χρόνια μετά τον θάνατό του

.

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος, για να παραφράσω τα λόγια του Αρθούρου Ρεμπό, δεν μπόρεσε να μας δώσει μια "διεύθυνση", γιατί σε όλη τη ζωή του αγνοούσε πού θα παρασυρόταν την επόμενη φορά, από ποιους δρόμους και από πού, από τί και πώς. Όμως κανείς δε χρειάστηκε τελικά αυτή τη διεύθυνση, αφού ήταν η περιπλάνηση στα δωδεκάμετρα του ροκ εν ρολ και οι παρτιτούρες στα φαντάσματα του μπλουζ, που στοίχειωσαν μέσα τους το πάθος, την ένταση και την αυθάδεια των πειρασμών στους οποίους παραδόθηκε άνευ όρων, ανοίγοντας έναν εσωτερικό βουβό διάλογο που έφτασε να έχει ως - καθόλου ισότιμο - συνομιλητή την ηρωίνη. 
Η ποίηση και η μουσική του Παύλου κατέληξαν ένας παρεξηγημένος, πικρός "εορτασμός" του χαμού. Ο θάνατός του δημιούργησε ένα τεράστιο "περιφερειακό" κοινό που τον μετέτρεψε σε μύθο, χωρίς όμως να τολμήσει ποτέ να μπει μέσα στον κύκλο και να αφουγκραστεί τη θλίψη της μοναξιάς, την απώλεια της αθωότητας, τον τρόμο της αυτοκαταστροφής. Το περιθώριο δεν αστειεύτηκε ποτέ, δεν χάρισε τίποτα σε κανέναν, δεν έκανε συμφωνίες παρά μόνο με τον διάβολο. 
Ο Σιδηρόπουλος είτε πάλεψε, είτε όχι με τους δαίμονές του, υπήρξε μόνος. Και την αξιοπρέπεια που προσπάθησε να μη χάσει στη ζωή του, την άφησε χαραγμένη στα αυλάκια των δίσκων που ηχογράφησε, μακριά από αμείλικτες βελόνες, καμένα κουτάλια και βρώμικα αλουμινόχαρτα.  
Η πορεία του "πρίγκηπα", όπως τον αποκάλεσαν όσοι κατάλαβαν ελάχιστα από την εγκατάλειψη και την απόγνωση, "εισβάλλοντας" βίαια και αυθαίρετα στις λεηλατημένες από την πρέζα φλέβες του, χαρακτηρίστηκε από μια σπάνια ευαισθησία, βυθισμένη μεν σε εφιάλτες και αβέβαια ξέφωτα, ικανή όμως να εκφράσει με μια κρυστάλλινη αμεσότητα το εσωτερικό του "βλέμμα", γεμάτο σκληρό ρομαντισμό και περιθωριακή ειλικρίνεια. 
Το ροκ εν ρολ έκανε προσπάθεια για να τον "πείσει", όταν όμως τα κατάφερε, η ερωτική τους σχέση έγινε μια συνεχόμενη σαγηνευτική πρόκληση. "Δεν είχα τραβήξει τίποτα ακόμα. Ήμουνα πιτσιρικάς. Δεν με αντιπροσώπευε καθημερινά στη ζωή μου αυτό το πράγμα, αλλά ταυτόχρονα κάτι μου 'λεγε. Ότι στα λέω γιατί μπορεί να 'ρθουνε κι αυτά έξω από την πόρτα σου κάποτε. Και με ξένιζε το blues, αυτό το μαύρο, το μουντό, το βαρύ πράγμα, αλλά ταυτόχρονα με γοήτευε αφάνταστα. Γιατί εγώ δεν ήμουν ροκενρολίστας από γεννησιμιού μου. Είχα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Αλλά το διάλεξα σαν τρόπο ζωής και ό,τι τράβηξα μετά, το τράβηξα επειδή το 'θελα, όχι επειδή οδηγήθηκα προς τα κει".


.
 Ο Παύλος Σιδηρόπουλος σε νεαρή ηλικία στο άλσος της Νέας Φιλαδέλφειας

Ο Σιδηρόπουλος δεν ασχολήθηκε με τις ισορροπίες στην κόψη του ξυραφιού, αντίθετα βρέθηκε να ορίζει άκρα και όρια, στα οποία είχαν εξαφανιστεί οι διαχωριστικές γραμμές. Ένας περιπλανώμενος ταξιδιώτης που διοχέτευσε στα ενστικτώδη του πεντάγραμμα - αφού δεν ήξερε παρά ελάχιστη μουσική θεωρία - τις προσωπικές του εικασίες για το τί είναι ο έρωτας, η μοναξιά, η άρνηση, οι συμβολισμοί, οι αφορισμοί, οι εσωτερικές κραυγές και η ατέρμονη αγωνία μπροστά στην κοινωνική αποξένωση και τις παγίδες των παρορμήσεων. 
Στην πραγματικότητα, η ρήξη με το κατεστημένο ήταν εκείνη που δημιούργησε σκληρά "χρώματα" και εκφραστικές "αντιπαραθέσεις", διατηρώντας ωστόσο μια γλυκιά αμεσότητα που ήταν ικανή - και πέτυχε - να κατακτήσει ένα συνολικό κοινό, το οποίο γοητεύτηκε από την αυθάδεια και την αλήθεια ενός "υπέροχου αλήτη". 
Σε αυτό βοήθησαν η ανυπότακτη φωνή του και η ευγένεια του προσώπου του, δυο "όπλα" που τελειοποίησαν την αστική εξιδανίκευσή του στις ζωντανές του εμφανίσεις, εκεί όπου δεν είχε ταίρι στην, ας την ονομάσουμε, ελληνική ροκ σκηνή.
Ο Σιδηρόπουλος ήταν πραγματικός "δυναμίτης" στα live. Είχα την τύχη να τον δω σε δυο από αυτά, μια φορά στο Μετρό και μια στο θέατρο Αμόρε. Μη με ρωτήσετε ακριβείς χρονολογίες, ήταν στο τέλος της δεκαετίας του '80. Το κοινό του ήταν περιορισμένο σε σχέση με όσους βάλθηκαν να τον ακούσουν μετά τον θάνατό του.
 Όμως ο ίδιος πάνω στη σκηνή έδειχνε την επιθυμία του να "ζήσει" εκείνες τις στιγμές, απαλλαγμένος από οτιδήποτε δεν τον άφηνε να απελευθερωθεί. Οι ερμηνείες του φλερτάριζαν με τη μανία του ροκ εν ρολ, με την επανάσταση, με την αμφισβήτηση, με τα νιάτα, με τους "παραστρατημένους και ξαναμμένους τρελούς" που χόρευαν από κάτω, με τις εικόνες, τα πάθη και τις επιθυμίες. 
Η φωνή του ήταν γεμάτη λευκό μπλουζ, αναζήτηση, ενέργεια, μαστούρα, φυγή, αναχώρηση, άρνηση. Νόμιζες ότι άκουγες τον Άρλο Γκάθρι, τον Ρέι Ντέιβις, τον Πολ Ριβίρ και τον Βαν Μόρισον μαζί. Με εκείνους τους νωχελικούς, σκυθρωπούς, αυθεντικά ροκ ελληνικούς στίχους, που αιμορραγούσαν αισθητική και αλήθεια. Ένας "καταραμένος" ποιητής που λιποτάκτησε στο σκοτάδι για να βρει το πεπρωμένο του.

 
 Δάμων και Φιντίας. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος και ο Παντελής Δεληγιαννίδης, στο σπίτι του Παύλου στην οδό Ι. Δροσοπούλου 50, στην Αθήνα

Όμως ο αυτοκαταστροφικός Σιδηρόπουλος παρέμεινε αλλόκοτα άφθαρτος, περίεργα λαμπερός, τρυφερά οικείος, ιδανικά λυρικός για μια γενιά που σιωπηρά ένιωσε την λεηλασία και τον σπαραγμό σε κάθε ένα από τα τραγούδια του και μαγεύτηκε από την ορμητικότητα και τη δύναμη του αστικού ιδιώματος που έκανε τους αγγλικούς στίχους να μοιάζουν ταλαιπωρημένες συλλαβές σε αδιέξοδο. 
Οι μουσικές του φόρμες κέντησαν στις ίδιες νότες την ελληνική παράδοση και το δέλτα του Μισσισσιππή με μια βελούδινη μαεστρία, χαρίζοντας έτσι στο κοινό μια πρωτόγνωρη ικανοποίηση και επιβεβαιώνοντας παράλληλα την ιδιαιτερότητα του προσωπικού του στιλ, που ήταν προορισμένο να ταυτιστεί μεταξύ άλλων, με την ταξική αντίσταση και την κοινωνική ευαισθητοποίηση, τελείως όμως έξω από οποιαδήποτε υποψία στρατευμένης "εξυπηρέτησης". 
Ο Παύλος ένιωσε παντού γύρω του το φορμαλιστικό, επιτηδευμένο περίβλημα της καθώς πρέπει "κοινότητας", αλλά δεν της έκανε τη χάρη να εγκλωβιστεί μέσα της. Ήταν η επιλογή του αυτή και μαζί του ακολούθησε και η μουσική του.
Τα τραγούδια του δεν ήταν καρτερικά ή παρηγορητικά, αλλά ακριβείς μαρτυρίες, χωρίς φτιασίδια. 
Παρτιτούρες διεκδίκησης, μέσα από τις οποίες έδωσε τη δική του λυρική αντήχηση με επίμονες αναφορές στο ψυχικό "λιντσάρισμα", δημιουργώντας συνθέσεις των οποίων το κυρίαρχο συστατικό ήταν η ανατροπή των "αξιών" της υποκρισίας. 
Το μπλουζ τού έδωσε πρόσβαση στον λαβύρινθο του προσωπικού του πόνου, το ροκ εν ρολ τον απελευθέρωσε - έστω και προσωρινά - από τους σκοτεινούς αδιέξοδους διαδρόμους, μέσα στους οποίους τον μαστίγωνε ανελέητα η πρέζα. Έγραψε στίχους, διηγήματα, σκόρπιες σκέψεις, ανολοκλήρωτα θεατρικά έργα, πολιτικά και φιλοσοφικά δοκίμια, όλα αυτά με έναν "καταδικασμένο" ειρμό που όμως τον βοηθούσε να ανοίξει διάλογο με τον ίδιο του τον εαυτό. 
Μπολιάστηκε από μικρός με την κουλτούρα των μπίτνικ, επηρεάστηκε κυρίως από τον ανατρεπτικό Άλεν Γκίνσμπεργκ και οραματίστηκε να διευρύνει την αντίληψη και τις αισθήσεις του μέσα από ένα συνεχές ταξίδι "στον δρόμο", όπως ακριβώς το περιέγραφε στο ομώνυμο βιβλίο του ο Τζακ Κέρουακ.

Οι "Σπυριδούλα" το 1978. Από αριστερά, Παύλος Σιδηρόπουλος, Τόλης Μαστρόκαλος, Τάσος Φωτοδήμος, Νίκος Σπυρόπουλος, Βασίλης Σπυρόπουλος


Λίγες εβδομάδες πριν πεθάνει, τον Σεπτέμβριο του 1990, δήλωσε σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του, ότι ένιωθε περισσότερο στιχουργός, παρά μουσικός. Νομίζω όμως, ότι δεν θα μπορούσε κάποιος να ξεχωρίσει - όχι εύκολα τουλάχιστον - τις νότες από τα λόγια του. 
Ο Σιδηρόπουλος μεγάλωσε ακούγοντας Κλάπτον, Μάγιαλ, Κριμ, Ζάπα, Κινκς, Άνιμαλς, Ντίλαν, Μπάτερφιλντ. Από το ξεκίνημά του έδειξε ότι θα "τιμούσε" και με το παραπάνω όλους αυτούς. Η ευαισθησία και τα υπέροχα φωνητικά στον "γέρο Μαθιό" - ως Δάμων και Φιντίας - υπήρξαν όχι μόνο παρακαταθήκη, αλλά και εγγύηση ότι κάτι σημαντικό γεννιόταν. 
Στη συνέχεια το "αγροτικό" στα Μπουρμπούλια στην μετά Σαββόπουλο εποχή, τον οποίο παρεμπιπτόντως ο Παύλος θαύμαζε απεριόριστα, μετά το πέρασμα από το πολιτικό τραγούδι με τις συνεργασίες με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, όλα αυτά προετοίμασαν το έδαφος για τους "Σπυριδούλα", που αποτέλεσαν έναν από τους μεγάλους σταθμούς στο ελληνικό ροκ εν ρολ με την έκδοση το 1979 του LP "Φλου". Δέκα μικρά διαμάντια που χάρισαν στον Σιδηρόπουλο μουσική και στιχουργική "ταυτότητα".
Για πρώτη φορά ο ήχος και ο στίχος μετατράπηκαν σε άμεσα "καταφύγια" για τους νέους του αστικού περιθωρίου, τους φτωχοδιάβολους της μάταιης αναζήτησης, της χαμένης ελπίδας, της παραιτημένης προσπάθειας, της μαζικής θλίψης, της άνευ όρων παράδοσης. 
"Η ώρα του stuff", αυτός ο αντί-ύμνος της αυτοβιογραφικής απελπισίας, το μελαγχολικό "Στην Κ.", το ηλεκτρισμένο "Το '69 με κάποιο φίλο", το βελούδινο "Πού να γυρίζεις", το νοσταλγικό "Εν κατακλείδι", όλα μαζί και ένα-ένα, τα τραγούδια του "Φλου" ήταν η πρώτη "οργανωμένη" και απόλυτα επιτυχημένη προσπάθεια να μετατρέψει μια ελληνική μπάντα έναν δίσκο σε "δόγμα" εξέγερσης, ανυπακοής και σαμποτάζ, καταγγέλλοντας μια και καλή το "κυρίαρχο σύστημα" του εξευτελισμού και της αποβλάκωσης. 
Ο βίαια διατυπωμένος λόγος του Παύλου σόκαρε τις "ιεραρχίες", προβάλλοντας μια διαφορετική "ηθική", απαλλαγμένη από φορμαλισμούς και μεταφυσικές υποκρισίες. Οι εικόνες ήταν ψυχρές και τα σύμβολα σκληρά, αλλά η ποιητικότητα και η αμεσότητα της κάθε κραυγής, ήταν γεμάτες από αξιοπρέπεια που κανείς δεν μπορούσε να περιφρονήσει.
 .
Δημήτρης Πουλικάκος και Παύλος Σιδηρόπουλος στην ιστορική συναυλία "Παραμύθι χωρίς όνομα" στο κλειστό γήπεδο μπάσκετ του Σπόρτινγκ (17/2/1980)
 

Έναν χρόνο αργότερα, ο Σιδηρόπουλος άφησε τους "Σπυριδούλα": "Τα παιδιά ήθελαν μια πιο μαρξιστική τοποθέτηση. Τα παιδιά θέλανε ένα γκρουπ με συγκεκριμένη πολιτική θέση, πράγμα στο οποίο εγώ δε συμφωνούσα και εκεί βρήκαμε ότι δεν ταιριάζουμε και σταματήσαμε να συνεργαζόμαστε". 
Αφού πέρασε για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα πρώτα από την "Εταιρεία Καλλιτεχνών" και μετά από τους "Μουρμούρα", στη συνέχεια "έστησε" σιγά-σιγά το επόμενο συγκρότημα, τους "Απροσάρμοστους". 
Το 1982 κυκλοφόρησε το LP "Εν λευκώ", ένα ακόμα "μαστίγιο" στην κοινωνική δυσλεξία του καθωσπρεπισμού. Ο Παύλος, πιο "βρώμικος" και παρορμητικός από ποτέ, αποφάσισε να εξερευνήσει ακόμα πιο διεισδυτικά τις σκοτεινές πλευρές του, μέσα από μια οδυνηρή ενδοσκόπηση που τον οδήγησε σε μια διαφορετική μουσική αισθητική, σαφέστατα επηρεασμένη από τις μυστικιστικές αλληγορίες των Ριντ και Μπάουι. 
Ο περιθωριακός, ηλεκτρισμένος ήχος του "Βιβλίου των ηρώων του τρόμου", η σπαρακτική κραυγή της "Η", η ακατέργαστη, ξέφρενη, εκρηκτική "Ύστατη στιγμή", όλα τα τραγούδια του δίσκου ήταν μια παθιασμένη "παρανομία" μέσα στο ίδιο το ροκ εν ρολ.
Το "Εν λευκώ" πολεμήθηκε σκληρά και χυδαία από την εξουσία, σχεδόν "τουφεκίστηκε" εν ψυχρώ. Ο καμβάς του κολάζ ενός τόσο επικίνδυνου λυρισμού έπρεπε να εξαφανιστεί και ό,τι δεν ολοκλήρωσε η λογοκρισία, ανέλαβε να το φέρει σε πέρας η "προοδευτική" δημοσιογραφία. 
Διαβάζουμε από την "κριτική" της Ελευθεροτυπίας: "Το Εν Λευκώ δε δείχνει τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια να μας πουλήσουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Το μόνο που καταφέρνει είναι να αιτιολογήσει τ' όνομά τους. Απροσάρμοστοι. Όχι κοινωνικά, κάθε άλλο. Αλλού είναι απροσάρμοστοι. Μουσικά π.χ. έχουν σταματήσει γύρω στην εποχή του rock & roll animal του Lou Reed. Στιχουργικά - και εδώ είναι που μπαίνει και η σκουπιδοαισθητική στο χορό - βρίσκονται στις ίδιες πάνω κάτω περιοχές, στις οποίες έκοβε βόλτες η σκέψη του Reed την ίδια εκείνη εποχή. Έτσι, απ' την πρώτη μέχρι την τελευταία στροφή του δίσκου δεχόμαστε κατάμουτρα ένα ελεεινό άκουσμα που μόνο ροκ εν ρολ δεν είναι. Μια μουσική ανίκανη να υπερασπίσει ή να διεκδικήσει το παραμικρό, ένα κακότεχνο, ατσούμπαλο, επώδυνο και ανηλεές γκάπα γκούπα. Με ένα τόσο φθηνό, ανεύθυνο όσο και επικίνδυνο τρόπο, ικανό να κάνει κακό στους μικρότερους. Ντροπή!"
 .
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος και οι "Απροσάρμοστοι" στο κλαμπ Rodeo τα Χριστούγεννα του 1984.

Παρά τον τραμπουκισμό που υπέστη, το "Εν Λευκώ" κατόρθωσε να συσπειρώσει ακόμα περισσότερο όσους ονειρεύονταν τη ρήξη, έστω μέσα από την τρελή αναζήτηση ενός ήχου που έφτυνε κατάμουτρα το κατεστημένο, απελευθερώνοντας το όνειρο μιας εξέγερσης που υπέφερε "αλυσοδεμένη" μέσα σε σκοτεινά και υγρά μοτίβα, έξω από κάθε αποδεκτή πραγματικότητα. 
Ο Σιδηρόπουλος, φλογισμένος και αθεράπευτα "μοναχικός", διέλυσε με τους στίχους του τις ενοχές και αποκωδικοποίησε όλα αυτά από τα οποία ήθελε να απαλλαγεί, προκαλώντας για μια ακόμα φορά τις αστικές αξίες. 
Λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ο Παύλος και οι Απροσάρμοστοι τα έσπασαν, όμως πολύ σύντομα τα ξαναβρήκαν και το 1984 ηχογράφησαν το τρίτο LP του Σιδηρόπουλου, "Zorba the Freak". 
Ο Δημήτρης Πουλικάκος είχε αναλάβει την παραγωγή και η επιρροή του στο τελικό αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από φανερή. Οι αλλαγές όχι μόνο στο ύφος και το περιεχόμενο, αλλά και σε ολόκληρο το "στήσιμο", έφεραν έναν αέρα ανανέωσης και εξωστρέφειας στη δημιουργική δύναμη που προέκυψε από την συνύπαρξη των δυο σημαντικότερων μουσικών του ροκ εν ρολ στην Ελλάδα.
Το μπλουζ και η soul εκφράστηκαν με ένα ιδιαίτερο χιούμορ, που διακλαδώθηκε στους στίχους καταλήγοντας πότε σαν ειρωνεία, πότε σαν σάτιρα και πότε σαν χλεύη. Για πρώτη φορά έκαναν την παρουσία τους αγγλόφωνα τραγούδια, ένα εξ αυτών - το Clown - γραμμένο από τον ίδιο τον Παύλο. 
Το ροκ συνέχισε να είναι αυθεντικό και προκλητικό, όμως έμοιαζε απαλλαγμένο από τον σκοτεινό μανδύα των προηγούμενων δίσκων, μακριά από το να "συνθλίβει" τις ψυχές, στιγματίζοντας όμως με σαρκασμό κάθε πιθανή "προδοσία". 
Ο Σιδηρόπουλος έγινε πιο ανάλαφρος, πιο φωτεινός, πιο προσιτός, πιο παιχνιδιάρης. Το "Άντε...και καλή τύχη μάγκες" ήταν όσο μίνιμαλ θα επέτρεπε η οπτική γωνία του αυτόπτη μάρτυρα της ληστείας που "στα τέτοια του ψιθύρισε", δίνοντας στη λογική μια αυτονομία που πλέον μπορούσε να "αγκαλιάσει" πολλούς περισσότερους "ξένοιαστους καβαλάρηδες" ακροατές. 
Από την άλλη, το "Rock'n'Roll στο κρεβάτι" έκλεισε τη μοναξιά και τη λαχτάρα μέσα στις ίδιες συγχορδίες, φανερώνοντας μια αλλιώτικη "αλήτικη" διάθεση, γεμάτη ζωντανούς παλμούς που έκαναν θρύψαλα πουριτανούς και συντηρητικούς, εγκλωβίζοντάς τους με χαρακτηριστική ευκολία μέσα στην παρτιτούρα.
 .
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος και ο Αλέκος Αράπης από τους "Απροσάρμοστους" (1984)
 Όμως ο Παύλος, αν και κατάφερε να "ανοίξει" τον κύκλο μέσα στον οποίο σφιχταγκάλιασε τους περιπλανώμενους αλήτες της απόρριψης, δεν μπόρεσε ποτέ να κλείσει τις δικές του πληγές. 
Η πρέζα τον τύλιξε στη μέθη της, τον γέμισε μικρές σκληρές σπασμένες απώλειες και όταν ήρθε η ώρα της στερνής μάχης, τον βρήκε φθαρμένο μέσα στα χαρακώματα της εγκατάλειψης και τον απογύμνωσε από ανάσες και όνειρα. 
Στις 6 Δεκεμβρίου του 1990, "το φιξάκι δεν κράτησε μια στιγμή", αλλά παρέσυρε "μια ολόκληρη ζωή" στον θάνατο. 
Το ταξίδι του μπορεί να ήταν καταραμένο, αλλά ο ίδιος έδωσε μορφή στην ανυπακοή και τις χαμένες ψυχές, ξεσκεπάζοντας κάθε συμβατική προσποίηση. Οι στίχοι του άγγιξαν σκοτεινές ιστορίες, οι νότες του αναζήτησαν τη λατρεία της στιγμής. 
Προχωρώντας μέσα στα σκοτάδια, τραγούδησε τα μπλουζ με μια γεμάτη ενέργεια κομψότητα, δέσμιος ο ίδιος ενός τραγικού πεπρωμένου. "Ένοχος για κάποια αιτία που δεν την έμαθες ποτέ, πες μας ρε φίλε ποιος θεός σ' ορίζει, ποιος σε γεμίζει μ' ενοχές..."  Θανάσης Κρεκούκιας πηγή: news247.gr



.

.


.


Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Η μεγάλη αναδρομική έκθεση του σπουδαίου χαράκτη Α. Τάσσου

Το μουσείο Μπενάκη παρουσιάζει την μεγάλη αναδρομική έκθεση του διακεκριμένου Έλληνα χαράκτη Α. Τάσσου με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του

i-megali-anadromiki-ekthesi-tou-spoudaiou-xarakti-a-tassou

Μακέτα για την σύνθεση «Καλλιέργεια του καπνού», 1960Τέμπερα σε ξύλο 59Χ380 εκ.










Μακέτα για την σύνθεση «Καλλιέργεια του καπνού», 1960Τέμπερα σε ξύλο 59Χ380 εκ.



Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του και τα 30 από το θάνατό του, το μουσείο Μπενάκη οργανώνει αναδρομική έκθεση του Α. Τάσσου. Στόχος της έκθεσης είναι να επανεκτιμηθεί το έργο του από ένα κοινό με διαφορετικό αισθητήριο από εκείνο της εποχής κατά την οποία δημιουργήθηκε, αλλά και με οπτική διαμορφωμένη μέσα από τις «ευκολίες» των ψηφιακών αναπαραγωγών.







 Σύνθεση, 1963 Ξυλογραφία 100Χ68 εκ.

Στην έκθεση, την οποία επιμελείται η Ειρήνη Οράτη,  και διαρθρώνεται σε έξι ενότητες, παρουσιάζονται για πρώτη φορά έργα που έφερε στο φως η έρευνα, γνωστά μόνο από τη βιβλιογραφία, αφανή έως σήμερα, καθώς και επιλεγμένο υλικό από τη δουλειά του Α. Τάσσου στις γραφικές τέχνες: βιβλία και λευκώματα εικονογραφημένα με πρωτότυπα χαρακτικά, γραμματόσημα, εξώφυλλα δίσκων, αφίσες.

Επιτύμβιο για τη Μαρία Κ. 1968Ξυλογραφία 106Χ32 εκ.
Επιτύμβιο για τη Μαρία Κ. 1968 Ξυλογραφία 106Χ32 εκ.







Ο Α. Τάσσος «παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στρατευμένος στην υπόθεση της πάλης για μια νέα κοινωνία, δίκαιη, δημοκρατική και σοσιαλιστική» γράφει ο Η. Μόρτογλου στον Ριζοσπάστη στις 23 Οκτωβρίου του 1995. 
Το βαθύ πιστεύω της ζωής του αντικατοπτρίζεται στα έργα του που τα χαρακτηρίζουν η επική μεγαλοπρέπεια της στρατευμένης τέχνης, η τεχνική αρτιότητα και η συγκινησιακή απόδοση των μορφών των ανθρώπων της εργατικής τάξης.

 Μεσημέρι, 1957 Έγχρωμη ξυλογραφία 41Χ36,5 εκ






Ο Τάσος Αλεβίζος όπως ήταν το πραγματικό του όνομα γεννήθηκε το 1914 στη Λευκοχώρα Μεσσηνίας. Από μικρός παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και σε ηλικία 16 ετών έγινε δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής με δασκάλους τον Αργυρό, τον Θωμόπουλο και τον Παρθένη. 
Ακολούθησαν τα μαθήματα χαρακτικής δίπλα στον Γιάννη Κεφαλληνό. Η γνωριμία του με τον μεγάλο Έλληνα χαράκτη Δημήτρη Γαλάνη έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης του. Στην Πανελλήνια Έκθεση του 1938 έλαβε το Βραβείο Χαρακτικής και δύο χρόνια αργότερα (1940) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χαρακτικής.

Κάθε πρωί, 1932Ξυλογραφία 19Χ32 εκ.













Κάθε πρωί, 1932 Ξυλογραφία 19Χ32 εκ.




Από το 1930 έγινε μέλος του ΚΚΕ και στην διάρκεια του πολέμου με τους μαθητές του Γιάννη Κεφαλληνού, όπως και κατά τη διάρκεια της κατοχής, ενταγμένος πλέον στο ΕΑΜ καλλιτεχνών, δημιουργούσαν όλο το προπαγανδιστικό υλικό κατά των κατακτητών. 
Εκτός από τα επικά θέματα ο Τάσσος ασχολήθηκε με το γυμνό, τις νεκρές φύσεις και τα πορτρέτα, έκανε εξώφυλλα και κοσμήματα για το λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Εστία, ενώ άρχισε να συνεργάζεται με τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων εικονογραφώντας πολλά βιβλία του Δημοτικού και του Γυμνασίου.
Σκλάβος Νο1, 1967 Ξυλογραφία 98,5Χ32,5 εκ.

Ο Τάσσος παρουσίασε έργα του στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1952 και από το 1962 μέχρι το τέλος της ζωής του φιλοτεχνούσε τα γραμματόσημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. 
Οι θεματικές ενότητες με τις οποίες ασχολήθηκε τη δεκαετία του 60 ήταν σε τρίπτυχα και τετράπτυχα μεγάλων διαστάσεων.


Το κορίτσι με τα μικρά δέντρα, 1963Έγχρωμη ξυλογραφία 80Χ53 εκ.
Το κορίτσι με τα μικρά δέντρα, 1963Έγχρωμη ξυλογραφία 80Χ53 εκ.








Στη διάρκεια της χούντας έζησε αυτοεξόριστος εκτός Ελλάδος. Το 1975 εξέθεσε τα έργα του στην εθνική Πινακοθήκη και το 1987, η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μία δεύτερη μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του. 
Το σπίτι του στο Μετς, είναι ανοιχτό ως μουσείο από την Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», η οποία ιδρύθηκε μετά τον θάνατό του με σκοπό την διάδοση του έργου του και την υποστήριξη της ελληνικής χαρακτικής.

Ο τρελός, 1939-43Δίχρωμη ξυλογραφία 33,4Χ28,8 εκ.









Ο τρελός, 1939-43 Δίχρωμη ξυλογραφία 33,4Χ28,8 εκ.

πηγή:
Μουσείο Μπενάκη (κτίριο Πειραιώς)
Α. Τάσσος 
Από τις 3 Δεκεμβρίου έως τις 31 Ιανουαρίου 2016


Ο χαράκτης Τάσσος γεννήθηκε στις 25 Μάρτη 1914 στη Λευκοχώρα της Μεσσηνίας. Μέχρι το 1936 συμμετέχει στην εικονογράφηση του περιοδικού “Νέοι Πρωτοπόροι”. Μέχρι το 1940, ακόμη και σαν σπουδαστής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών εκφράζει μέσα από τις ξυλογραφίες του τον κοινωνικό του προβληματισμό. Πρωτοστατεί στον αγώνα ενάντια στη μεταξική δικτατορία.

Στο διάστημα 1940-1944 σαν στέλεχος της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ δουλεύει στην Επιτροπή Διαφώτισης της ΚΟΑ του ΚΚΕ με καθοδηγήτρια τη θρυλική Ηλέκτρα Αποστόλου.
Ξεχωριστή και πολύτιμη ήταν η προσφορά του Τάσου στον παράνομο Αντιστασιακό Τύπο.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Πώς ο εθισμός στα κινητά μας κλέβει τη ζωή μας

Ένα δυνατό και ταυτόχρονα σοκαριστικό project 20χρονου φωτογράφου, δείχνει πώς ο εθισμός στα κινητά «κλέβει» την ψυχή μας.



Το κινητό μας, μας βοηθά να αποδράσουμε από την πραγματικότητα, μεταφέροντάς μας σε άλλα μέρη, χωρίς όρια και χρονικούς προσδιορισμούς. Ωστόσο, πόσα χάνουμε όταν παρασυρόμαστε από αυτόν τον εικονικό κόσμο; 

Ένα σοκαριστικό project αφύπνισης


Πόσες φορές σας έχει τύχει να περπατάτε σε έναν χώρο ή στον δρόμο και να βλέπετε παντού ανθρώπους προσηλωμένους στην οθόνη του κινητού τους;
Πόσες φορές έχετε πιάσει τον εαυτό σας να είναι τόσο προσηλωμένος στο smartphone σας, που να μην βλέπετε τι συμβαίνει γύρω σας;

Αν και τα smartphones μας προσφέρουν ατελείωτες δυνατότητες επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με άλλους ανθρώπους, έχουμε εθιστεί τόσο πολύ σε αυτά που τελικά χάνουμε την ομορφιά του αληθινού κόσμου γύρω μας.
Ο 20χρονος Γάλλος φωτογράφος Antoine Geiger έχει δημιουργήσει μια σειρά από φωτογραφίες με σκοπό να μας σοκάρει, δείχνοντάς μας πώς τα smartphones κλέβουν τη ζωή μας.

Φωτογράφησε τυχαίους ανθρώπους

Ο νέος αυτός φωτογράφος, βγήκε στους δρόμους και φωτογράφησε τυχαίους ανθρώπους. Διαβεβαιώνει μάλιστα ότι οι φωτογραφίες του είναι 100% φυσικές.
«Δεν ήταν στημένο» είπε ο ίδιος. «Απλά βγήκα και φωτογράφησα την πραγματικότητα».
Εξάλλου δεν ήταν δύσκολο να βρει τις τέλειες φωτογραφίες ανθρώπων προσηλωμένων στα κινητά τους, αγνοώντας πλήρως τον κόσμο γύρω τους. Στη συνέχεια, επεξεργάστηκε τις φωτογραφίες και το αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπετε...

Αν και είναι μόλις 20 ετών και ανήκει στη γενιά που μεγάλωσε με smartphones, αυτό δεν τον εμποδίζει από το να αντιληφθεί τις συνέπειες που έχουν στη ζωή μας.
Οι φωτογραφίες του έχουν παρουσιαστεί σε τέσσερις εκθέσεις τα τελευταία δύο χρόνια.









.



πηγή: 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ ΚΑΤΙ ΣΧΕΤΙΚΟ ΜΕ ΤON EΘΙΣΜΟ ΣΤΑ ΚΙΝΗΤΑ:


 ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΩΜΑΛΙΑ- SOCIAL ANOMALY!